του Κυριάκου Γεωργόπουλου
Ερωτικός, αεικίνητος, έξυπνος και αυτοκαταστροφικός ήταν ο ηθοποιός Κώστας Χατζηχρήστος ο οποίος βρίσκεται δικαιωματικά στο πάνθεον των Ελλήνων κωμικών. Με στόφα παλιάς κοπής αρσενικό μάγευε τις γυναίκες που λάτρεψε αλλά και τον λάτρεψαν στη πορεία της ζωής του. Αν και αντικειμενικά μη εμφανίσιμος, αυτό δεν του στέρησε μία ζωή γεμάτη από θηλυκά και όμορφες υπάρξεις που άλλοτε τον έφτασαν στον ουρανό και άλλοτε τον έριξαν απότομα στη γη.
Οι πέντε γάμοι
Πέντε γάμοι και αμέτρητες σχέσεις αφού όσοι τον γνώριζαν έλεγαν ότι αν μία γυναίκα του άρεσε την προσέγγιζε με… «κινηματογραφικό τρόπο» που ήταν αδύνατο να μην τον ακολουθήσει. Πολλοί τον χαρακτήριζαν μέγα και καταπιεστικό εραστή. Ο πρώτος του γάμος έγινε στη Βόρεια Ελλάδα την περίοδο της κατοχής. Η κοπέλα που παντρεύτηκε ήταν η Νίτσα, ένα κορίτσι που καταγόταν από τη Νάουσα. Έμειναν μαζί αρκετά χρόνια ώσπου ήρθαν στην Αθήνα. Τότε γνώρισε την Κούλα Νικολαϊδου και ερωτεύτηκε την αδερφή της, τη Μαίρη Νικολαϊδου με την οποία παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη, την Τέτα. Το 1952 συγκρότησε τον δικό του θίασο και συνεργάστηκε με την ηθοποιό Καίτη Ντιριντάουα, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της επιθεώρησης. Ένα βράδυ που έπαιζαν μαζί της εξομολογήθηκε τον έρωτά του και της ζήτησε να πάνε για φαγητό. Η Ντιριντάουα δέχτηκε και από τότε έκαναν δεσμό. Ο Χατζηχρήστος πήρε το δεύτερο διαζύγιο και το 1959 ο γάμος του με την πληθωρική ηθοποιό, έγινε πρώτο θέμα στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων. Το ζευγάρι έμεινε μαζί δεκαέξι χρόνια και απέκτησαν μια κόρη, αλλά η Ντιριντάουα δεν μπορούσε να ανεχτεί τις απιστίες του και το 1975 του ζήτησε διαζύγιο. Ο Χατζηχρήστος παντρεύτηκε για τετάρτη φορά με την Ελένη Πανταζή, η οποία πέθανε ξαφνικά στα 42 της και έκανε και πέμπτο γάμο, με τη Βούλα Χατζηχρήστου, ο οποίος κράτησε έως τον θάνατό του το 2001.
Η μάχη με τον αλκοολισμό
Από τη δεκαετία του ‘70, ο Κώστας Χατζηχρήστος αραίωσε τις εμφανίσεις του, λόγω προσωπικών προβλημάτων. Μετά το θάνατο της τέταρτης γυναίκας του, στα 42 της χρόνια, καταρρέει και βρίσκει παρηγοριά στο ποτό, το οποίο τον περιθωριοποιεί για αρκετά χρόνια. Τελευταία του εμφάνιση εκείνη την περίοδο της απομόνωσής του ήταν στην επιθεώρηση «Ανδρέα προχώρα, σε θέλει άλλη χώρα». «Ένιωσα αχαριστία γιατί δεν πέρασε ένας να ρωτήσει τι κάνω. Ήμουν ένας άνθρωπος μόνος. 7 παρά τέταρτο κάθε απόγευμα άρχιζα να πίνω. Κατανάλωνα 1,5 – 2 μπουκάλια ουίσκι την ημέρα. Το ουίσκι το πρωτόμαθα στη Δράμα. Πονούσε το δόντι μου και έπαιζα ένα έργο που ήταν όλο πάνω μου. Μου έδωσαν να κάνω γαργάρα με ουίσκι. Εγώ το κατάπια και μου άρεσε. Ε, αυτό ήταν. Μετά από χρόνια μπήκα στο ΓΝΑ για αποτοξίνωση και έφαγα 3.500 ενέσεις. Έκατσα 68 ημέρες. Ήταν στιγμές που έλεγα θα πηδήξω από το παράθυρο», είχε πει σε συνέντευξή του.
Ο Δον Ζουάν του ελληνικού σινεμά
Ιδιαίτερη αδυναμία, εκτός από τις νόμιμες συζύγους του, είχε στην Άννα Φόνσου, τη Μάρθα Καραγιάννη, την Ντίνα Τριάντη, τη Σπεράντζα Βρανά και την Μπεάτα Ασημακοπούλου. «Ειδικά για την Αννούλα τη Φόνσου πρέπει να σου πω ότι ήταν ένα από τα πιο καθοριστικά κίνητρα της ζωής μου. Όσο ζω δεν θα την ξεχάσω ποτέ» είχε εξομολογηθεί. Ένα από τα γνωστά ειδύλλιά του ήταν με την ηθοποιό Βάσια Τριφύλλη, με σχεδόν 30 χρόνια διαφορά. Αγαπημένοι ήρωες που ενσάρκωσε και έμειναν για πάντα χαραγμένοι στη μνήμη του ελληνικού κοινού ήταν ο επαρχιώτης «Θύμιος», ο μπακαλόγατος «Ζήκος» που έμεινε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, ο “Μιχαλιός”, ο “Κύριος Πτέραρχος”, ο “Δήμος απ’ τα Τρίκαλα” και ο “Ηλίας του 16ου”.
Η οικονομική καταστροφή
Αν και έπρεπε να είχε δημιουργήσει μία τεράστια περιουσία η «γαλαντομία» του όπως συνήθιζε να την λέει, τον έφερε στο χείλος της καταστροφής. Ένα από τα οικονομικά χτυπήματα ήταν και η ενασχόλησή του και με τις θεατρικές παραγωγές που ανέβαζε με αποτέλεσμα να χάσει όχι μόνο χρήματα αλλά και το θέατρο που έφερε το όνομα του στη στοά Πανεπιστημίου – Ιπποκράτους.
Το τέλος
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρήθηκε από τον καρκίνο και πέθανε από πνευμονική λοίμωξη στις 3 Οκτωβρίου 2001. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του τις πέρασε με ανέχεια και δεν κατάφερε να επιστρέψει στο θέατρό του για μία τελευταία παράσταση που ήταν και η ύστατη επιθυμία του. Ωστόσο ο αξιαγάπητος κωμικός σφράγισε τη χρυσή θεατρική εποχή της επιθεώρησης αλλά και τα χρονικά του ελληνικού κινηματογράφου, αφήνοντας παρακαταθήκη αμέτρητες ταινίες που αποκαλύπτουν την πρωτόγνωρη κωμική του δεινότητα.