Ἡ παραβολή τοῦ εὔσπλαχνου Σαμαρείτου ἔρχεται νά μᾶς θυμίσει μερικές ὀδυνηρές ἀλήθειες καί νά μᾶς δώσει μία εἰκόνα τῆς πραγματικῆς ἀγάπης. Ἀντίθετα ἀπ’ ὅ,τι θά περίμενε κανείς, ἕνας ἱερεύς καί ἕνας λευίτης περνώντας ἀπό τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχῶ «ἀντιπαρέρχονται» τόν πληγωμένο καί σχεδόν μισοπεθαμένο ὁδοιπόρο πού ἔπεσε σέ ληστές. Γιά ποιό τάχα λόγο δέν σταματοῦν;
Μήπως φοβοῦνται ὅτι θά ὑποστοῦν καί αὐτοί τήν ἴδια τύχη ἄν καθυστερήσουν τό ταξίδι τους; Εἶναι παρατηρημένο ὅτι ὁ φόβος τῆς προσωπικῆς ζημίας καί ἡ ἀνάγκη αὐτοπροστασίας συντελοῦν ἀναπόφευκτα στήν παράλειψη τοῦ ἔργου τῆς ἀγάπης.
Μήπως βιάζονται γιά νά μεταβοῦν ἔγκαιρα στήν ὑπηρεσία τους, σέ κάποιο ἱερατικό καθῆκον, σέ κάποια ἀποστολή; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλές φορές εὐσεβεῖς καί δικαιολογημένες κατά πάντα προφάσεις στέκονται ἐμπόδιο στό νά συμπαρασταθοῦμε κάποιον πού βρίσκεται σέ ἄμεση ἀνάγκη.
Μήπως τόν μισοπεθαμένο ἄτυχο ὁδοιπόρο τόν θεώρησαν νεκρό καί θέλησαν νά ἀποφύγουν τήν ἐπαφή μέ νεκρό τηρώντας τήν σχετική διάταξη τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου; Ὁ τύπος πολύ συχνά κυριαρχεῖ ἐπάνω στήν οὐσία καί συμπνίγει τίς αὐθόρμητες ἐκδηλώσεις.
Μήπως ἁπλῶς καί χωρίς ἰδιαίτερο λόγο ἀδιαφοροῦν; Ἡ ἐποχή μᾶς ἔχει νά δώσει πολλά ἀπάνθρωπα παραδείγματα τέτοιας θανατηφόρου ἀδιαφορίας.
Ἡ παραβολή δέν μᾶς δίνει καμία ἐξήγηση γιά τήν στάση τῶν δύο ἱερωμένων. Θέλει νά τονίσει περισσότερο τήν στάση τοῦ τρίτου προσώπου τῆς διηγήσεως, τοῦ Σαμαρείτη, ἑνός ἀνθρώπου πού γιά τόν Ἰουδαῖο σημαίνει ἀκάθαρτος, αἱρετικός, ἀπόβλητος.
Ἡ ἀγάπη εἶναι μία προσωπική συνάντηση μέ τόν πάσχοντα, μέ τόν πτωχό, μέ τόν δυστυχισμένο.
Ἡ ἀγάπη δέν προέρχεται ἀπό ἕνα οἶκτο τῆς στιγμῆς, ἀπό μία συμπάθεια γιά τόν δυστυχισμένο (μέ κρυφή φοβία μήπως βρεθοῦμε κι ἐμεῖς κάποτε στή θέση του ἤ μέ ὑποσυνείδητη ἱκανοποίηση πού δέν εἴμαστε ἐμεῖς τώρα στήν ἴδια κατάσταση), ἀλλά εἶναι ἀνιδιοτελής καί ὁλοκληρωτική προσφορά, κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί ἕνα ἀκόμη χαρακτηριστικό της ἀγάπης βγαίνει ἀπό τήν στάση τοῦ Σαμαρείτη. Ἡ ἀγάπη δέν γνωρίζει ὅρια καί περιορισμούς.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ