Ποιος δεν έχει ενδώσει στην ένοχη απόλαυση να «φυλλομετρήσει» ταινίες με χριστουγεννιάτικη θεματική στο Netflix όσο η 25η Δεκεμβρίου κοντοζυγώνει και η προσμονή -εντάξει, ο ψυχαναγκασμός- της γιορτής φουντώνει και θεριεύει;
Ταινίες με αταίριαστους έρωτες που το πνεύμα της γιορτής μεταμορφώνει σε ταιριαστούς, με πιο γλιστερά κι από παγωμένο πεζοδρόμιο σενάρια, με Αγιοβασίληδες, ταράνδους και ξωτικά, αλλά και χωρίς τίποτα από την κλασική συνταγή, με φαραωνικούς στολισμούς ή διάκοσμο από το καλάθι, με αχλή παραμυθιού ή στολή γυμνού ρεαλισμού, με διάσημους ή παγκοσμίως άγνωστους πρωταγωνιστές. Τα Χριστούγεννα είναι μια πληθωρική, υπερτροφική, μεγεθυσμένη από τον καπιταλισμό γιορτή και αυτό βγαίνει (και) στην πληθώρα της μυθοπλασίας που μπορεί να καταναλώσει κανείς.
Κι όμως, παρά την υπερπροσφορά γιορτινών αφηγημάτων που παράγονται πια με το καντάρι, υπάρχει μόνο ένας εδώ και δεκαετίες αδιαφιλονίκητος και αδιαπραγμάτευτος χριστουγεννιάτικος κινηματογραφικός θεσμός: η ταινία «Μόνος στο σπίτι», η οποία φέτος συμπληρώνει 30 χρόνια ζωής. Αυτό σημαίνει ότι ένας μέσος θεατής έχει παρακολουθήσει την περιπέτεια του Κέβιν ΜακΚάλιστερ τουλάχιστον 30 φορές στη ζωή του – εκτός αν δεν είχε γεννηθεί, βρισκόταν για δουλειές στο Διάστημα ή είχε απαρνηθεί τα εγκόσμια και διαβιούσε κατά το πρότυπο της οικογένειας Φλίνστοουν. Εννοείται ότι φέτος θα την παρακολουθήσει ξανά -το επιβάλλει, άλλωστε, και η στρογγυλή επέτειος-, αν δηλαδή δεν το έχει ήδη κάνει.
Ξεχασμένος από τους γονείς του στο σπίτι, ο 10χρονος Κέβιν το γλεντάει είτε διαβάζοντας «Palyboy», είτε απολαμβάνοντας παγωτό με το κουτάλι της σούπας
Το ουρλιαχτό του Μακόλεϊ Κάλκιν με τα δύο χέρια στο πρόσωπό του, ως μεταμοντέρνα μετάφραση της «Κραυγής» του Εντβαρντ Μουνκ, μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου σηματοδοτεί εδώ και τρεις δεκαετίες την ανεπίσημη έναρξη των Χριστουγέννων. Και να σκεφτεί κανείς ότι μία από τις πλέον εμβληματικές σκηνές στην ιστορία του σύγχρονου σινεμά ήταν προϊόν αυτοσχεδιασμού του 10χρονου τότε πρωταγωνιστή.
Το «Μόνος στο σπίτι» -το πρώτο, το σωστό, το ορθόδοξο- έκανε πρεμιέρα στις ΗΠΑ στις 16 Νοεμβρίου του 1990. Το χιονισμένο σπίτι των Μακάλιστερ στο Σικάγο και η κατά λάθος εγκατάλειψη του βενιαμίν της οικογένειας χριστουγεννιάτικα έγινε μια απρόσμενη εμπορική επιτυχία με παγκόσμιο box office 477 εκατ. δολαρίων. Εθεσε τόσο ψηλά τον πήχη, ώστε το ρεκόρ της σύγχρονης κινηματογραφικής ωδής στα Χριστούγεννα κατέρριψε μόλις το 2011 η ταινία «Hangover 2». Η Warner Bros λογικά ακόμα τραβάει τα μαλλιά της. Ο σφιχτός προϋπολογισμός της εταιρείας και η άρνησή της να διαθέσει κάτι παραπάνω από το αρχικό κονδύλι των 10 εκατ. δολαρίων ουσιαστικά χάρισε την ταινία στην 20th Century Fox. Τελικά το φιλμ κόστισε 18 εκατ. δολάρια και απέφερε σε τζίρο 26,5 φορές την αρχική αξία του. Καθόλου άσχημα δηλαδή για μια ιστορία που ξεκίνησε από την ανήκουστη σκέψη του αείμνηστου πια σεναριογράφου Τζον Χιουζ: τι θα γινόταν αν μέσα στον παροξυσμό και τη φρενίτιδα των Χριστουγέννων ξεχνούσε κάποιος τα παιδιά του στο σπίτι; Αυτή η άβολη -αλλά στο βάθος απελευθερωτική- για κάθε γονιό απορία ήταν ο σπόρος που γέννησε την πιο επιτυχημένη και αγαπητή σύγχρονη αφήγηση του Χόλιγουντ για τα Χριστούγεννα, εκείνη που ακόμα και έπειτα από 30 χρόνια καταφέρνει να καταναλώνεται απνευστί σαν καινούρια.
Τους γκαφατζήδες ληστές που περνάνε των παθών τους τον τάραχο στα χέρια του 10χρονου ΜακΚάλιστερ υποδύονται ο Τζο Πέσι και ο Ντάνιελ Στερν
Για τον Κρις Κολούμπους, τον σκηνοθέτη του «Μόνος στο σπίτι», το ταλέντο, οι αυτοσχεδιασμοί αλλά και η ανεξάντλητη ενέργεια του Κάλκιν είναι ο θεμελιώδης, αλλά όχι ο μόνος παράγοντας της επιτυχίας του φιλμ. Ο Κολούμπους αποδίδει τη διαχρονικότητά του στο γεγονός ότι όλοι μπορούν να ταυτιστούν με τον ήρωα. Ποιος δεν θέλει να περάσει λίγες ημέρες στο σπίτι με στολή εργασίας τις πιτζάμες του, βάζοντας σε παύση τα βάσανα της ζωής του -εν προκειμένω την οικογένεια ΜακΚάλιστερ που φεύγει σχεδόν σε απαρτία στο Παρίσι-, παραγγέλνοντας πίτσα στο πιο εξωφρενικά πελώριο μέγεθος και τρώγοντας παγωτό με το κουτάλι της σούπας;
Στο «Μόνος στο σπίτι» η δράση, η περιπέτεια και η πλάκα ξεκινούν όταν οι ΜακΚάλιστερ ξεχνούν τον μικρό γιο τους στο σπίτι και χωρίζονται. Φυσικά αυτά μπορούσαν να συμβαίνουν -έστω στον κινηματογράφο- στα αθώα 90s, πολύ προτού δηλαδή η πολιτική ορθότητα γίνει δαμόκλειος σπάθη. Παρότι η ιστορία είχε φτιαχτεί για τον Κάλκιν, ο Κολούμπους και ο Χιουζ τήρησαν μέχρι κεραίας το επαγγελματικό πρωτόκολλο και πέρασαν από οντισιόν εκατοντάδες παιδιά για τον ρόλο του Κέβιν ΜακΚάλιστερ. Ο σκηνοθέτης λέει σήμερα πως κάθε φορά που ολοκληρωνόταν μια ακρόαση γινόταν ολοένα πιο φανερό ότι ο Κάλκιν είχε αυτό που κανένα άλλο παιδί δεν κατάφερνε: δεν τους άφηνε να καταλάβουν ότι παίζει.
Δεν υποκρινόταν, ήταν αληθινός. Παρότι ανήλικος, είχε το χάρισμα να κάνει τους ενήλικες θεατές να συνδέονται και να ταυτίζονται μαζί του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο sequel της ταινίας δύο χρόνια αργότερα ο Ντόναλντ Τραμπ, ιδιοκτήτης τότε του «Plaza» στη Νέα Υόρκη, απαίτησε ως αντάλλαγμα την εμφάνισή του σε μια σκηνή για να παραχωρήσει άδεια κινηματογράφησης στο λόμπι του ξενοδοχείου.
Τα γυρίσματα του «Μόνος στο σπίτι» ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 1990 και ολοκληρώθηκαν σχεδόν τέσσερις μήνες μετά, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον αρχικό προγραμματισμό. Η ζωή της οικογένειας Αμπεντσιν που παραχώρησε το σπίτι της -αρχικά για έξι εβδομάδες- στη Γουιντέκα του Ιλινόις δεν θα ήταν ποτέ πια ίδια. Η γεωργιανού ρυθμού οικία στον αριθμό 671 της Λίνκολν Αβενιου αναδείχθηκε μετά την προβολή του φιλμ σε τοπόσημο, ένα πρώτης τάξεως αξιοθέατο, στο οποίο ακόμα και σήμερα, 30 χρόνια μετά, σπεύδουν φιλοπερίεργοι τουρίστες, ορκισμένοι θιασώτες της ταινίας. Φήμες λένε ότι ακόμα και ένας Ιάπωνας πρέσβης απέτισε πάλαι ποτέ φόρο τιμής στο κατώφλι της.
Το σπίτι μεταμορφώθηκε ολοκληρωτικά για τις ανάγκες της ταινίας. Η εντολή του επικεφαλής σκηνογράφου Τζον Μούτο ήταν σαφής. Επρεπε να μοιάζει σαν τα Χριστούγεννα να είχαν κάνει εμετό πάνω στο σπίτι που ο Κέβιν ΜακΚάλιστερ θα καλούνταν να υπερασπιστεί από τους δύο ληστές. Aν κάτι ανακαλούν άπαντες οι δημιουργοί, οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί, είναι ότι στο σετ της ταινίας κάτι βρομούσε. Και αυτό δεν είναι λογοτεχνική αδεία, αλλά σκληρή και επώδυνη για τα οσφρητικά νεύρα τους αλήθεια. Τα γυρίσματα του «Μόνος στο σπίτι» είναι συνδεδεμένα με μια άσχημη, για κάποιους μη διαχειρίσιμη, μυρωδιά από πολυκαιρισμένο πουρέ πατάτας. Ο καιρός δεν ήταν με το μέρος της ταινίας.
Η Κάθριν Ο’Χάρα υποδύεται τη μητέρα που… κάτι ξέχασε στο σπίτι: το παιδί της
Τον χειμώνα του ’90 τα προάστια του Σικάγου δεν είχαν αρκετό χιόνι, τόσο τουλάχιστον που να δημιουργεί την αρχετυπική εικόνα των λευκών Χριστουγέννων. Ως μόνη ενδεδειγμένη λύση προκρίθηκαν οι νιφάδες πουρέ πατάτας (!), οι οποίες στον κινηματογραφικό φακό έδιναν την ψευδαίσθηση αληθινού χιονιού. Στην αρχή ήταν ευχάριστο να περπατάς πάνω σε πουρέ. Μέσα σε λίγες ημέρες, όμως, η δυσωδία έγινε ανυπόφορη.
Ο Τζο Πέσι, δηλαδή ο Χάρι του «Μόνος στο σπίτι» ή αλλιώς ο λιγότερο ατσούμπαλος από τους δύο ληστές που εισβάλλουν στην οικία ΜακΚάλιστερ, βραβευμένος με Οσκαρ το 1990 για τα «Καλά παιδιά» του Μάρτιν Σκορσέζε, με σπουδαία διαδρομή και σημαντικούς ρόλους, φέρει ακόμα βαρέως το γεγονός ότι ο λόγος που τον αναγνωρίζουν στον δρόμο παραμένει ο ρόλος του ως διώκτη του Μακόλεϊ Κάλκιν. Το ομολόγησε και πέρυσι επ’ ευκαιρία της επιστροφής του στη δράση για το «The Irishman» του Netflix. Είναι περίεργο πώς θα αποφασίσει να σε θυμάται ο κόσμος!
Παράξενη ήταν και η συμπεριφορά του ηθοποιού στην κινηματογράφηση της ταινίας. Απέφευγε οποιαδήποτε επαφή με τον 10χρονο πρωταγωνιστή, δεν του απηύθυνε λέξη και δεν χαράμιζε βλέμμα πάνω του. Ο λόγος; Ηθελε να του δημιουργήσει ένα αληθινό αίσθημα φόβου. Ο μόνος διάλογος που είχαν στην αληθινή ζωή ήταν όταν ο Κάλκιν τόλμησε να του κάνει μια ερώτηση, για να λάβει ως απάντηση ένα λακωνικό αλλά αποστομωτικό: «Σκάσε». Ενα ακόμα πρόβλημα ήταν το υβρεολόγιο που χρησιμοποιούσε αυθόρμητα ο ηθοποιός στις σκηνές της καταδίωξης. Προφανώς και ήταν απαγορευτικό για μια οικογενειακή ταινία, πράγμα που τον οδήγησε να επινοήσει τη χαρακτηριστική καρτουνίστικη ομιλία, την οποία εξέφερε σαν να βρίζει αλλά χωρίς να βρίζει.
Πάντως, ο Πέσι και ο Ντάνιελ Στερν, που υποδύθηκε τον έτερο -και ακόμα πιο γκαφατζή- ληστή Μαρβ, ανέπτυξαν μια αξεπέραστη χημεία και ενσάρκωσαν ένα εμβληματικό κινηματογραφικό δίδυμο, ανεξίτηλα χαραγμένο στο συλλογικό ασυνείδητο. Δεύτερη επιλογή ήταν και η μητέρα της φαμίλιας ΜακΚάλιστερ. Ο ρόλος προοριζόταν για την Ελίζαμπεθ Πέρκινς, ωστόσο οι αυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις της χάρισαν τον χαρακτήρα στην Κάθριν Ο’Χάρα και στους θεατές τον υπέροχα υστερικό πανικό της τη στιγμή που συνειδητοποιεί στην πτήση πάνω από τον Ατλαντικό πως… κάτι έχει ξεχάσει πίσω στο σπίτι: έναν ανήλικο γιο που έκανε τα καλύτερα-χειρότερα Χριστούγεννα της ζωής του με λίτρα παγωτού και την ασπρόμαυρη ταινία «Αγγελοι με βρόμικες ψυχές» σε λούπα.
Για την ιστορία, το γκανγκστερικό φιλμ που χαζεύει ξέπνοος ο Κέβιν ΜακΚάλιστερ δεν υπάρχει. Ηταν και αυτό μια επινόηση που κούμπωσε περίφημα στην καλύτερη χριστουγεννιάτικη ιστορία της τριακονταετίας.