Τό πρόσωπο τοῦ οἰκοδεσπότου ἀλλάζει. Μέχρι τήν στιγμή ἐκείνη ἦταν ὁλοφώτεινο καί πλουσιοπάροχα ἔδινε συγχαρητήρια καί βραβεῖα, καθώς ἄκουγε τόν εὐλογημένο ἀπολογισμό τῶν δύο δούλων του, πού φιλότιμα ἐργάσθηκαν καί διπλασίασαν ὅσα τούς εἶχε ἐμπιστευθεῖ. Ὅμως τώρα μέ τόν τρίτο ἡ μορφή του γίνεται αὐστηρή. Ἀμείλικτα εἶναι τά λόγια του : «Πάρτε ἀπ’ αὐτόν τό τάλαντο…». Ὅταν ὁ Κύριος ζωγράφιζε τόν «ἀχρεῖον δοῦλον» εἶχε ἀναμφίβολα ὑπ’ ὄψιν του τήν στάση τῶν γραμματέων καί φαρισαίων τῆς ἐποχῆς του ἔναντι τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.
Καμάρωναν, ὅτι τόν διατηροῦσαν ἀναλλοίωτο καί ἀσφαλῆ. Ἐνῶ στήν οὐσία τόν κρατοῦσαν ἀνενέργητο. Φύλαγαν τό γράμμα καί ἔχαναν τό πνεῦμα. Φυλάκιζαν τήν δυναμική ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μέσα στό κλειστό μυαλό τους καί τήν κλειστή καρδιά τους. Καί τήν παρέλυαν.
Τήν στεροῦσαν ἀπό ζωή καί σφρῖγος. Θρησκευτική πίστη χωρίς τόλμη, χωρίς ἀνοικτό ὁρίζοντα, χωρίς δημιουργική δράση, χωρίς πράξη, εἶναι νεκρά. Ἡ παραβολή ὅμως μέ τά πολλαπλά μηνύματά της διατηρεῖ καί μία γενικώτερη ἐπικαιρότητα.
Τό βασικό σφάλμα τοῦ «ἀχρείου δούλου» ἦταν ὅτι: δέν ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε, «Πῆγε καί ἔσκαψε τήν γῆ καί ἔκρυψε τό χρῆμα τοῦ Κυρίου». Δέν τό χάλασε, δέν τό σπατάλησε. Ἁπλῶς τό ἀχρήστευσε. Τό ἔθαψε στό χῶμα. Προτίμησε μία στατική ἀσφάλεια. Φοβήθηκε νά τό διακινδυνεύσει. Καί ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά τοῦ ζητήσουν λογαριασμό γιά τήν διαχείριση αὐτοῦ τοῦ ποσοῦ, τό ἔβγαλε καί τό ἔδωσε στόν Κύριό του: «Ἰδέ, ἔχεις τό σόν».
Θέλετε νά ἀκούσετε παρόμοια ἀπολογία σήμερα; Ἀναρίθμητοι εἶναι αὐτοί πού μέ τήν ἴδια νοοτροπία ἀμνηστεύουν τόν ἑαυτό τους: «Δέν σπατάλησα τήν περιουσία μου σέ ἀσωτίες, δέν ἔκλεψα, δέν σκότωσα κανένα. Καί στήν Ἐκκλησία κάπου-κάπου πηγαίνω καί κερί ἀνάβω. Δέν θυμᾶμαι ἐν γνώσει μου νά ἔβλαψα ἄνθρωπο, δέν ἔβλαψα τήν κοινωνία».
«Ναί, ἀλλά δοῦλε ὀκνηρέ», θά ἐπανελάμβανε σέ πολλούς ὁ Κύριος. Ξεχνᾶς πόσους ἀνθρώπους μποροῦσες νά ἀνακουφίσεις ἄν χρησιμοποιοῦσες κατάλληλα τό τάλαντό σου; Ὅμως ἐσύ τ’ ἀφήνεις νά ἀχρηστευθεῖ στό χῶμα τῆς ἀμέλειας, στό βάλτο τῆς ἀδιαφορίας.
Μέ τήν παραβολή αὐτή ὁ Κύριος φωτίζει ἕνα θεμελιώδη νόμο ζωῆς: Ὁ μόνος τρόπος γιά νά κρατήσει κανείς ἕνα ἤ πολλά τάλαντα εἶναι νά τ’ ἀξιοποιήσει. «Στόν καθένα πού ἔχει καί τό ἀξιοποιεῖ θά δοθοῦν καί ἄλλα καί θά περισσέψουν. Ἀπό ἐκεῖνον ὅμως πού δέν τό ἀξιοποιεῖ, θά τοῦ ἀφαιρεθεῖ κι αὐτό πού ἔχει».
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ