Ἀρχικά τά ἔχασαν ἀκόμη καί οἱ μαθητες. Ὁ Κύριος δέ θέλει οὔτε ἕνα λόγο ν’ ἀπευθύνει στήν πονεμένη μητέρα ἡ ὁποία τρέχει πίσω του καί τόν ἱκετεύει γιά τήν δύστυχη κόρη της. Πέφτει στή γῆ, προσκυνᾶ καί ἐπαναλαμβάνει: «Κύριε βοήθει μοι». Ἀπό ποῦ ἀντλεῖ τήν δύναμη γιά μιά τέτοια στάση; Ἀναμφίβολα ἡ γυναίκα αὐτή κινεῖται ἀπό τήν ἀγάπη. Ὁ πόνος τοῦ παιδιοῦ της τήν πλημμυρίζει. Ποθεῖ ὁλόψυχα νά τό λυτρώσει ἀπό τή δαιμονική κυριαρχία καί εἶναι ἔτοιμη νά κάνει τό πᾶν γι’ αὐτό. Ἡ δύναμη τῆς στοργῆς ὁπλίζει τόν ἄνθρωπο μέ γρανιτένια θέληση. Τίποτα δέ λυγίζει τήν πραγματική ἀγάπη.
Ἡ γυναίκα ἀρχικά συναντάει μιά περίεργη σιωπή στήν ἱκεσία της. Σέ λίγο ἀκούει λόγια παράδοξα, σκληρά. Ὅμως δέν ὀπισθοχωρεῖ. Πλησιάζει τόν Χριστό ἀκόμη πιό πολύ, γονατίζει μπροστά του. Ἡ πρώτη της κίνηση εἶναι μία παράκληση στὸν εὐλογημένο προφήτη, «στὸν υἱὸν τοῦ Δαυίδ». Ἡ δεύτερη, προσκύνηση, δέηση στὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, στὸν «Κύριο». «Κύριε, βοήθει μοί». Αὐτὴ τὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου τῆς πίστεως ἐπιδιώκει ἡ φαινομενικὴ διστακτικότητα τοῦ Χριστοῦ.
Πολλὲς φορὲς συμβαίνει ὁ Θεός νὰ σιωπᾶ γιὰ ἕνα μικρὸ ἢ μεγάλο διάστημα καὶ στὶς δικές μας ἱκεσίες. Περνοῦν οἱ μέρες καὶ καμμιὰ ἀπάντηση. Ὦ Θεέ μου, τὸ παιδί μου πῆρε τὸν δρόμο τὸν κακό, ὀδύρεται ἡ μητέρα, ἔμπλεξε μὲ παρέες, ξενυχτάει, ἁμαρτάνει, «κακῶς δαιμονίζεται». Χριστέ μου, βλέπεις τὴν στέρησή μας, ψελλίζει ὁ βιοπαλαιστὴς οἰκογενειάρχης. Πές μου, τί θὰ γίνει; Βγάλε με ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο. Ὁ Θεὸς σιωπᾶ. Κάποτε μάλιστα, ἐνῶ προσευχόμαστε, βλέπουμε τὰ πράγματα νὰ ἐξελίσσονται στὸ χειρότερο. Καὶ ἀποροῦμε καὶ κλονιζόμαστε. Δὲν μᾶς ἀκούει ὁ Θεός, μᾶς ἐγκατέλειψε;
Βλέποντας, ὅτι δὲν εἰσακούεται, ἀντὶ νὰ σταματήσει, ἡ πονεμένη μάνα, κάνει πιὸ εὐλαβικὴ τὴ στάση της. Ἱκετεύει, πέφτοντας μὲ τὸ πρόσωπο στή γῆ.
Στὸ κορύφωμα τῆς ἀγωνίας της ἀκούει τὸν Χριστὸ νὰ λέει: «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρω τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίξω στὰ σκυλάκια». Κι ὅμως αὐτή, μὲ τὴ διαίσθηση τῆς ἀγάπης της, νοιώθει τὶς διαθέσεις τοῦ Χριστοῦ· καὶ μὲ λεπτὸ χιοῦμορ, γεμᾶτο διακριτικότητα, παρατηρεῖ: «Ναί, Κύριε, ἀλλά καὶ τὰ σκυλάκια τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους». Καί ἐγώ ψίχουλα ζητῶ.
Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ἀποκαλύπτει ἕνα μυαλὸ εὔστροφο, μιὰ καρδιὰ συνετή, ἕνα πρὸσωπο πού μπορεῖ νά φωτίζεται ἀπό τήν ἐλπίδα καί νά χαμογελᾶ ἀκόμη καί στό σκοτάδι. Ὁ Χριστός μπροστά στή πίστη αὐτή τῆς λέει: «Γυναίκα, μεγάλη εἶναι ἡ πίστις σου, ἄς γίνει γιά σένα ὅπως θέλεις».
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ