ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Νίκος Κοεμτζής: Μακελειό για μια παραγγελιά τις Απόκριες του 1973

Επιμέλεια: Ελένη Καραμήτσου

Σαράντα οκτώ χρόνια συμπληρώθηκαν από την αιματοβαμμένη παραγγελιά των αδελφών Κοεμτζή, που έγινε η πηγή έμπνευσης για το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» το οποίο θεωρείται μία από τις κορυφαίες στιγμές στην καριέρα του σπουδαίου δημιουργού. Το συγκεκριμένο τραγούδι έχει διάρκεια περίπου 15 λεπτών, ενώ στους 90 στίχους του δεν επαναλαμβάνεται ούτε ένας, ούτε ως ρεφρέν.

Το ξημέρωμα της 25ης Φεβρουαρίου 1973 ο Νίκος Κοεμτζής σκότωσε τρεις ανθρώπους, εκ των οποίων δύο αστυνομικοί, και τραυμάτισε άλλους οκτώ, μέσα στο νυχτερινό κέντρο “Νεράιδα της Αθήνας” για την παραγγελιά του αδελφού του Δημοσθένη. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές σε ισόβια, για ανθρωποκτονίες από πρόθεση. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια, αφού καταργήθηκε η θανατική ποινή στην Ελλάδα. Το 1978 ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραψε το «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», περιγράφοντας την ιστορία του Νίκου Κοεμτζή, περιλαμβάνοντας το τραγούδι στο άλμπουμ του «Ρεζέρβα».

 

 

Η μεγάλη διάρκεια του τραγουδιού, ίσως και το περιεχόμενό του, δεν βοήθησαν στην εμπορικότητά του, με αποτέλεσμα οι ραδιοφωνικοί σταθμοί να μην το μεταδίδουν. Όμως, ο Μάνος Χατζιδάκις, ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος, είχε δώσει εντολή ώστε το τραγούδι να παίζει κάθε πρωί στις 11. Το 1990 ο Σαββόπουλος ξαναηχογράφησε «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» μαζί με τη Λένα Πλάτωνος, τη Νέννη Ζάππα, τον Βασίλη Χατζηνικολάου και τον Βασίλη Πιερρακέα για το άλμπουμ του «Αναδρομή ΄63-‘89». Το 1980 ο Παύλος Τάσιος σκηνοθέτησε την ταινία Παραγγελιά με πρωταγωνιστή τον Αντώνη Αντωνίου, ενώ Η Κατερίνα Γώγου, πρώην σύζυγος του Παύλου Τάσιου, απήγγειλε στίχους από τα ποιήματά της.

 

 

Τι έγινε το βράδυ της 24ης Φεβρουαρίου

 

Ήταν 24 Φεβρουαρίου 1973. Τα αδέλφια Κοεμτζή επέλεξαν το νυχτερινό κέντρο Νεράιδα της Αθήνας στην Κυψέλη, όπου τραγουδούσε ο Καρουσάκης για να διασκεδάσουν. Ο Νίκος Κοεμτζής μόλις είχε αποφυλακιστεί έπειτα από καταδίκη του για κλοπή, ενώ είχε στοχοποιηθεί λόγω των πολιτικών θέσεων μελών της οικογένειάς του. Μαζί του ήταν και ο μικρότερος αδελφός του Δημοσθένης, ο οποίος έκανε παραγγελιά το τραγούδι “Βεργούλες” του Μάρκου Βαμβακάρη και σηκώθηκε να χορέψει, ενώ ο τραγουδιστής (Αθανασιάδης) το είπε από το μικρόφωνο πως το επόμενο τραγούδι θα είναι παραγγελιά.

 

Δύο αστυνομικοί που βρίσκονταν στο μαγαζί και γνώριζαν τον Κοεμτζή, σηκώθηκαν και αυτοί αν και ο άγραφος νόμος θέλει μόνο αυτόν που κάνει την παραγγελιά να χορεύει. Ήταν ο Δημήτριος Πεγιάς, που υπηρετούσε στην Υπηρεσία Πληροφοριών της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Αθηνών της Αστυνομίας Πόλεων και ο Εμμανουήλ Χριστοδουλάκης που υπηρετούσε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Προαστείων Πρωτευούσης της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής. Μαζί σηκώθηκε και ένα τρίτο άτομο για να χορέψει με τον Δημοσθένη. Ο Νίκος Κοεμτζής εξαγριωμένος τράβηξε σουγιά φωνάζοντας “παραγγελιά ρε!”. Σκότωσε τρία άτομα, τους δύο αστυνομικούς και άλλο ένα άτομο από την παρέα τους, τραυματίζοντας άλλους οκτώ θαμώνες. Στην ανάκριση υποστήριξε πως θόλωσε το μυαλό του γιατί νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του.

 

Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές σε ισόβια, για ανθρωποκτονίες από πρόθεση. Ο αδελφός του καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση, ενώ αθωώθηκε ο τρίτος της παρέας, Θωμάς Κορομάνης. Το 1977 η ποινή του Νίκου Κοεμτζή μετατράπηκε σε ισόβια, ενώ έπειτα από 23 χρόνια που παρέμενε κρατούμενος, αποφυλακίστηκε υπό όρους, πλήρως μεταμελημένος, από τις φυλακές Πατρών στις 29 Μαρτίου του 1996.

Μετά την αποφυλάκισή του πουλούσε την αυτοβιογραφία του έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων και τις Κυριακές στο Μοναστηράκι υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα.

 

Το βιβλίο ξεκινά με τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Αιγίνιο Πιερίας και την κακοποίηση που υπέστη ο πατέρας του απλώς επειδή ήταν κομμουνιστής, όπως και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του, από τους χωροφύλακες, προτού μιλήσει για τις δικές του περιπέτειες και τα σκληρά χρόνια της φυλακής.

«…στο μυαλό μου στριφογυρίζανε χίλιες σκέψεις. Έψαχνα να βρω μια λύση να διορθώσω το κακό που σκόρπισα…Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα. Κι ούτε τώρα μπορώ, αν κι αγωνίζομαι ακόμα. …Ως φαίνεται, την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου…», γράφει για εκείνη την μοιραία νύχτα. Το βιβλίο κλείνει με έναν λιτό επίλογο: «…Τον Μάρτιο του 1977 τρεις αρχιφύλακες μου ανάγγειλαν ότι είχα κατέβει από τον θάνατο, λέγοντάς μου: “Η πολιτεία έδειξε κατανόηση· τώρα εξαρτάται από σένα να γίνεις καλύτερος”. Τους απάντησα ότι χειρότερος μπορεί να γινόμουν, καλύτερος όχι. Πριν κατέβω στα ισόβια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Καραμανλή διέταξε τη μεταγωγή μου από τις φυλακές Ηρακλείου Κρήτης στις πειθαρχικές φυλακές κολάσεως της Κέρκυρας. Έμεινα στην κόλαση από τις 21 Ιουλίου 1976 μέχρι το 1982. … Αποφυλακίστηκα στις 29 Μαρτίου 1996».

 

Έγραψε επίσης ποιήματα από τα οποία φαίνεται, όπως και ο ίδιος είχε δηλώσει, ότι μετάνιωσε για την πράξη του. Πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 στο Μοναστηράκι, σε ηλικία 73 ετών, έπειτα από έμφραγμα, που έπαθε την ώρα που πουλούσε βιβλία στο τραπεζάκι του.

 

Σελίδα από τετράδιο με ποιήματα που έγραφε στη φυλακή (1976). Αυτό το τετράδιο πλέον ανήκει στο προσωπικό αρχείο του Γιώργου Λιάνη

enikos.gr

Di-zine clothing

Ιστορικό

Θρακική Αγορά FB

Μedia Group

Ο Ποπολάρος