Ήταν μία δίκη διαφορετική από άλλες. Ο 46χρονος που κάθισε την προηγούμενη Τετάρτη στο ξύλινο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης κατηγορείτο ότι στις 25 Απριλίου του 2019, με πρόθεση προκάλεσε φωτιά στο υπόγειο του δεκαώροφου κτιρίου του Τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ. Η φωτιά -έγραφε το κατηγορητήριο- πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις λόγω του εύφλεκτου υλικού που έκαιγε, καταστρέφοντας ολοσχερώς τρεις αποθήκες, εξοπλισμό αλλά και μέρος των εγκαταστάσεων του κτιρίου, ενώ μία φοιτήτρια χρειάστηκε να απεγκλωβιστεί από ασανσέρ και να μεταφερθεί με αναπνευστικά προβλήματα σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Στον 46χρονο αποδόθηκε η πράξη του εμπρησμού με κίνδυνο για ξένα πράγματα και άνθρωπο, η οποία τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 έτη. Τελικά, ωστόσο, το δικαστήριο τον έριξε …στα μαλακά, καταδικάζοντάς τον σε φυλάκιση πέντε ετών. Τι είχε προηγηθεί;
Έχοντας ομολογήσει ήδη από την προδικασία την πράξη του, ο 46χρονος υπέβαλε διά της συνηγόρου του αίτημα ποινικής διαπραγμάτευσης, το οποίο έγινε αποδεκτό. Με δεδομένη την ενοχή του, το δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί μόνο ως προς το ύψος της επιβλητέας ποινής. Η αποδεικτική διαδικασία που ακολούθησε ήταν συνοπτική: εξετάστηκαν μόλις δύο μάρτυρες, μία υπάλληλος του Πανεπιστημίου που κατέθεσε ότι τον είδε να κινείται μέσα στο Πανεπιστήμιο λίγη ώρα προτού ξεσπάσει η φωτιά και η φοιτήτρια που εγκλωβίστηκε στο ασανσέρ. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος, πρώην υπάλληλος στην Καθαριότητα του ΑΠΘ, κατά τη σύντομη απολογία του αποδέχθηκε εκ νέου την ενέργειά του και όταν ρωτήθηκε εάν ο λόγος ήταν ένας καβγάς που προηγήθηκε με τον φύλακα του Βιολογικού, όπως είχε καταθέσει στον ανακριτή, περιορίστηκε να πει: «δεν θυμάμαι».
Η διαδικασία σ’ αυτή τη φάση κρίθηκε περατωθείσα και ακολούθησε το πιο κρίσιμο στάδιο της ποινικής διαπραγμάτευσης, δηλαδή αυτό που δικηγόροι στη νομική αργκό ονομάζουν «παζάρεμα» της ποινής. Η εισαγγελέας της έδρας αποσύρθηκε στο γραφείο της, όπου λαμβάνοντας υπόψιν την απαξία και τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, τον βαθμό υπαιτιότητας, την προσωπικότητα του παριστάμενου κατηγορούμενου και κινούμενη σε συγκεκριμένο πλαίσιο ποινών που θέτει ο νομοθέτης, τού πρότεινε μία ποινή. Ο 46χρονος συμφώνησε και κατόπιν συντάχθηκε το πρακτικό της διαπραγμάτευσης, το οποίο υπεγράφη. Στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο επικύρωσε την ποινή την οποία και του γνωστοποίησε. Κατά της απόφασης δεν προβλέπεται άσκηση έφεσης, ενώ ο κατηγορούμενος επέστρεψε στις φυλακές για να εκτίσει την ποινή του.
Ο αμερικανικής προέλευσης θεσμός της «ποινικής διαπραγμάτευσης» (plea bargaining) εισήχθη για πρώτη φορά στο ελληνικό ποινικό σύστημα με το νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/01.07.2019). Στόχος του θεσμού, από τον οποίο εξαιρούνται τα κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης, όσα συνδέονται με τρομοκρατία και όσα στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας, είναι, όπως σημειώνουν νομικοί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας και η αποσυμφόρηση της δικαστηριακής ύλης, με δεδομένο ότι η διαδικασία καθίσταται «ελκυστική» για τον κατηγορούμενο, αφού τού επιτρέπει να μην εκτεθεί σε μια βαριά καταδίκη, ενδεχομένως και βαρύτερη από εκείνη που τού αναλογεί.
«Πριν από τη θέσπιση του νέου ΚΠΔ, η χώρα μας, μαζί με την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν, ήταν οι μοναδικές χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης, στις οποίες δεν είχε εισαχθεί νομοθετικά ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης», εξηγεί ο Θανάσης Ζαχαριάδης, επίκουρος καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Για τον ίδιο, ο θεσμός συνιστά την πλέον εναλλακτική διαδικασία ελάφρυνσης του φόρτου των δικαστηρίων. «Μολονότι δεν εναρμονίζεται εύκολα με θεμελιώδεις αρχές της παραδοσιακής ηπειρωτικής ποινικής διαδικασίας, είναι γεγονός ότι, σε όσες χώρες έχει εισαχθεί μέχρι σήμερα, έχει λειτουργήσει με θεαματικά αποτελέσματα για την αποσυμφόρηση των πινακίων των ποινικών δικαστηρίων, αφού τη χρονοβόρα ποινική διαδικασία αντικαθιστά μία απλή συμφωνία μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, που επικυρώνεται από το ποινικό δικαστήριο, με σημαντικά οφέλη για τον τελευταίο», τονίζει ο κ. Ζαχαριάδης.
Από την πλευρά του, ο επίκουρος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Κώστας Κοσμάτος, παρατηρεί ότι ο νεοπαγής θεσμός δημιουργεί συνθήκες για επιεικέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου σε σύντομο χρόνο, χωρίς τη διεξαγωγή δίκης σε δεύτερο βαθμό. Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα σημαντικό μέρος των υποθέσεων που απασχολούν καθημερινά τα ποινικά ακροατήρια έχουν ενδιαφέρον για τον κατηγορούμενο όχι τόσο ως προς το σκέλος της ενοχής ή της αθωότητάς του, αλλά σε αυτό του ύψους της ποινής που θα τού επιβληθεί. Πρόκειται, όπως προσθέτει, για εγκλήματα που οι κατηγορούμενοι ομολογούν από την πρώτη στιγμή την ενοχή τους, καθώς τα στοιχεία που υπάρχουν στην δικογραφία συνηγορούν απόλυτα για την ενοχή τους, π.χ. σε περιπτώσεις αυτόφωρης σύλληψης. «Την ανάγκη της άμεσης “ εκκαθάρισης” της υπόθεσης ως προς την επιβολή της ποινής καλύπτει ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης. Με τον τρόπο αυτό, ο κατηγορούμενος “ παρακάμπτει” την κοινή διαδικασία, επιδιώκοντας μια “ συμφωνία” με τον εισαγγελέα ως προς το μέγιστο όριο της ποινής που θα τού επιβληθεί, το οποίο είναι σαφώς μικρότερο της προβλεπόμενης ποινής», εξηγεί ο κ. Κοσμάτος.
Τι γίνεται όμως στην καθημερινή δικαστηριακή πραγματικότητα; Έτυχε αποδοχής ο θεσμός και με τι συχνότητα εφαρμόζεται; Κατά τον κ. Ζαχαριάδη, «σε ορισμένες Εισαγγελίες Εφετών της χώρας, όπως για παράδειγμα στη Θράκη και στη Λάρισα, η ποινική διαπραγμάτευση εφαρμόζεται με ιδιαίτερη συχνότητα, σε αντίθεση με άλλες, όπως δυστυχώς της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, όπου παρατηρείται ένας σχετικός δισταγμός».
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ απευθύνθηκε στις Εισαγγελίες Εφετών Θεσσαλονίκης και Θράκης αναζητώντας σχετικά συγκεντρωτικά στοιχεία. Σε ό,τι αφορά την πρώτη, προκύπτει ότι στη Θεσσαλονίκη ο θεσμός πράγματι αντιμετωπίζεται όντως «με διστακτικότητα», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά εισαγγελική πηγή με γνώση του θέματος. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, στη Θεσσαλονίκη, μέχρι στιγμής, έχουν υποβληθεί περί τα πενήντα αιτήματα ποινικής διαπραγμάτευσης, από τα οποία όμως ένας αριθμός -όχι αμελητέος- δεν «προχώρησε», είτε επειδή δεν επιτεύχθηκε συμφωνία είτε επειδή προέκυψαν άλλα ζητήματα.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η εικόνα στην Εισαγγελία Εφετών Θράκης, όπου ο θεσμός φαίνεται ότι βρίσκει θεαματική ανταπόκριση. Αυτό αποδίδεται κυρίως στη φύση των εγκλημάτων που απασχολούν την συγκεκριμένη εφετειακή περιφέρεια, όπου το 80-90% των αδικημάτων συνδέονται με παράνομες διακινήσεις μεταναστών, σύμφωνα με εισαγγελική πηγή του Εφετείου. Από την έναρξη του φετινού δικαστικού έτους, τον περασμένο Σεπτέμβριο, επιτεύχθηκε ποινική διαπραγμάτευση σε περισσότερα από 250 αιτήματα, που στη συντριπτική πλειονότητα αφορούσαν παράνομες διακινήσεις (εξαιρούνται περιπτώσεις που προκύπτει κίνδυνος για του διακινούμενος ύστερα από τροχαίο ή ο αριθμός τους ξεπερνάει τους 15). Υπό άλλες συνθήκες και με δεδομένη την πανδημία «μετά βίας θα είχαν δικαστεί στο ακροατήριο 15 με 20 υποθέσεις και θα είχαμε τεράστιο σοκ» επισημαίνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, εισαγγελικός λειτουργός που υπηρετεί στην Θράκη. Προσθέτει δε ότι θεσμός παράγει οφέλη για όλους. «Όλοι έχουν να κερδίσουν: τα δικαστήρια, το σωφρονιστικό σύστημα, οι κατηγορούμενοι», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Είναι η ποινική διαπραγμάτευση η εξαίρεση του κανόνα ή μπορεί να αποτελέσει μελλοντικά τον κανόνα στην ποινική διαδικασία; «Ελπίζεται ότι ο θεσμός θα αφομοιωθεί ομαλά στο δικονομικό μας σύστημα προκειμένου να προσδιορίζονται και να εκδικάζονται στο ακροατήριο μόνο όσες υποθέσεις πράγματι χρειάζονται την ακροαματική διαδικασία, όπως συμβαίνει στις περισσότερες σύγχρονες έννομες τάξεις», επισημαίνει ο κ. Ζαχαριάδης και τονίζει την ανάγκη συχνότερης εφαρμογής του θεσμού και σε μεγαλύτερη γκάμα υποθέσεων. «Το νομοθετικό εργαλείο πλέον υπάρχει. Δεν μένει παρά να χρησιμοποιηθεί από τους κατεξοχήν αρμόδιους, δηλαδή τους εισαγγελικούς λειτουργούς αφενός και τους συνηγόρους υπεράσπισης αφετέρου», καταλήγει.
Πηγή: https://www.amna.gr/