Ο ομογενής Χάρι Μαρκόπουλος είχε εντοπίσει την απάτη δέκα χρόνια πριν από τη σύλληψη του Μπέρνι Μάντοφ ο οποίος πέθανε σήμερα – Η άνοδος και η πτώση του «βασιλιά της πυραμίδας» – Το τεράστιο οικονομικό και ανθρώπινο κόστος της απάτης
Με το θάνατο του Μπέρνι Μάντοφ στη φυλακή γράφτηκε ο επίλογος της μεγαλύτερης επενδυτικής απάτης στην ιστορία. Το ρόλο του στην αποκάλυψη της υπόθεσης αυτής διαδραμάτισε την εποχή εκείνη ένας Ελληνοαµερικανός, ο οποίος είχε συνειδητοποιήσει ότι κάτι δεν πάει καλά με τις επενδυτικές δραστηριότητες του Μάντοφ, δέκα χρόνια πριν αυτός συλληφθεί, το Δεκέμβριο του 2008.
Γεννηµένος στο Έρι της Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, ο 55χρονος τότε Χάρι Μαρκόπουλος (Harry Markopolos), έμαθε για πρώτη φορά το 1999 πληροφορίες σχετικά με ένα ταμείο το οποίο ισχυριζόταν ότι είχε μια σταθερή απόδοση περίπου 1-2% κάθε μήνα. Το γεγονός του κίνησε υποψίες.
Ο Μαρκόπουλος διέθετε πτυχίο διοίκησης επιχειρήσεων από το Loyola College του Μέριλαντ και μεταπτυχιακό στα Χρηματοοικονομικά από το Boston College. Ξεκίνησε την καριέρα του στη Wall Street το 1987 και εργαζόταν σε επενδυτική εταιρεία από το 1991. Δούλευε επίσης ως οικονομικός αναλυτής και ανεξάρτητος οικονομικός ερευνητής.
Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι του πήρε μόλις πέντε λεπτά κοιτάζοντας τους αριθμούς για να συνειδητοποιήσει ότι η όλη διαδικασία ήταν μια απάτη και ότι του πήρε άλλες τέσσερις ώρες για να αντιστρέψει το μηχανισμό που δούλευε το hedge fund και να αποδείξει ότι τα χρήματα θα μπορούσαν να υπάρχουν μόνον μέσω απάτης.
Τον Μάιο του 1999 ο Μαρκόπουλος κατήγγειλε τον Μάντοφ στην αμερικάνικη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC). Η SEC δεν έλαβε κανένα μέτρο, ακόμη και όταν ο Μαρκόπουλος κατέθεσε μια πιο λεπτομερή έκθεση το 2001. Τέσσερα χρόνια αργότερα, έστειλε ένα υπόμνημα 21 σελίδων προς την SEC, με τίτλο «Η μεγαλύτερη απάτη Hedge Fund σε παγκόσμιο επίπεδο».
Το 2009, καταθέτοντας στο Κογκρέσο στο πλαίσιο της διαλεύκανσης της απάτης του Μάντοφ, ο Μαρκόπολος καταφέρθηκε εναντίον της SEC: Την κατηγόρησε για αδράνεια και ανικανότητα, εκφράζοντας παράλληλα φόβους για τη σωματική του ακεραιότητα.
To 2010, στο βιβλίο «No One Would Listen: A True Financial Thriller» (Κανένας δεν άκουγε: Ένα πραγματικό οικονομικό θρίλερ) επέκτεινε την κριτική του προς την αμερικάνικη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι της ρυθμιστικής αρχής απλώς δεν έχουν τα προσόντα και την εξειδίκευση για να καταλάβουν τα περίπλοκα επενδυτικά και οικονομικά προϊόντα των σύγχρονων αγορών. Προφανώς, ούτε και τις καλοστημένες απάτες.
Μάντοφ: Ο βασιλιάς της «πυραμίδας»
Ο Μπέρνι Μάντοφ έμεινε στην ιστορία ως ο δημιουργός της μεγαλύτερης «πυραμίδας». Η «πυραμίδα», ή σχήμα Ponzi, όπως είναι γνωστό, είναι μια μέθοδος απάτης, που υπόσχεται υψηλές αποδόσεις με ελάχιστο κίνδυνο για τους επενδυτές. Το όνομα προήλθε από τον Charles Ponzi, έναν Ιταλό μετανάστη, ο οποίος το 1920 υποσχόταν 50% απόδοση των επενδύσεων σε μόνο 90 ημέρες.
Τα συστήματα Ponzi σχεδιάζονται και διοικούνται από έναν κεντρικό φορέα, ο οποίος χρησιμοποιεί τα χρήματα από νέους, εισερχόμενους επενδυτές για την αποπληρωμή των υποσχόμενων αποδόσεων προς τους παλαιότερους. Αυτό καθιστά το εγχείρημα να φαίνεται κερδοφόρο, παρ’ όλο που δεν δημιουργείται πραγματικό κέρδος.
Για να αποφύγουν τους επενδυτές να διεκδικήσουν τα κέρδη τους, τα συστήματα Ponzi τους ενθαρρύνουν να παραμείνουν στο παιχνίδι και να κερδίσουν ακόμα περισσότερα χρήματα. Για να διαιωνιστεί η κατάσταση, το μόνο που χρειάζεται είναι να διαφημίζουν στους άλλους επενδυτές πόσα χρήματα κερδίζουν, παρότι στην πραγματικότητα δεν εκταμιεύουν τίποτα από τα κέρδη τους.
Η άνοδος και η πτώση
Το σύστημα αυτό στην περίπτωση του Μάντοφ
λειτούργησε επί σειρά ετών. Χρειάστηκε μία μεγάλη αναταραχή, η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-8, προκειμένου να καταρρεύσει και να αποκαλυφθεί.
Η απάτη του Μάντοφ ξεκίνησε ανάμεσα σε φίλους, συγγενείς και γνωστούς. Σταδιακά το σχήμα μεγάλωσε, περιλαμβάνοντας φιλανθρωπικές οργανώσεις, πανεπιστήμια, θεσμικούς επενδυτές, και πλούσιες οικογένειες στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και την Ασία.
Χρησιμοποιώντας «δημιουργικούς» λογαριασμούς και την εμπιστοσύνη που κέρδισε ως πρώην πρόεδρος του Nasdaq, ο Μάντοφ κατάφερε να οδηγήσει το απατηλό του επενδυτικό σχήμα εν μέσω της ύφεσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 1998 και του σοκ των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11 Σεπτεμβρίου 2001.
Εντούτοις, η μεγάλη κρίση της αγοράς των ενυπόθηκων δανείων που ξεκίνησε το 2007 και κορυφώθηκε με την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 σήμανε το τέλος. Πιεσμένοι από την κρίση πολλοί επενδυτές άρχισαν να αποσύρουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια από τους λογαριασμούς τους στον Μάντοφ.
Αντιμέτωπος με την καταστροφή, ο Μάντοφ ομολόγησε στους δύο γιους του ότι η δήθεν κερδοφόρα επενδυτική επιχείρησή του ήταν στην πραγματικότητα «ένα μεγάλο ψέμα». Οι γιοι του αποκάλυψαν την ομολογία του πατέρα τους στις Αρχές και την επόμενη μέρα, 11 Δεκεμβρίου 2008, ο Μπέρνι Μάντοφ συνελήφθη στο Μανχάταν.
Το ανθρώπινο κόστος
Tα θύματα της απάτης των 64,8 δισ. δολαρίων ήταν χιλιάδες, σε όλο τον κόσμο. Όμως δεν χάθηκαν μόνο χρήματα.
Όπως σημειώνουν οι New York Times, τουλάχιστον δύο άνθρωποι, απελπισμένοι από την οικονομική καταστροφή, αυτοκτόνησαν. Άλλος ένας επενδυτής, που κατηγορήθηκε για το ρόλο του στην απάτη, έπαθε καρδιακή προσβολή δύο μήνες μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου.
Η οικογένεια Μάντοφ δεν έμεινε ανεπηρέαστη. Ο μεγάλος γιος του Μπέρνι, Μαρκ, αυτοκτόνησε στο διαμέρισμά του στο Μανχάταν ακριβώς δύο χρόνια μετά τη σύλληψη του πατέρα του. Ο μικρότερος γιος του Μάντοφ, Άντριου, πέθανε το 2014 από καρκίνο σε ηλικία 48 ετών. Κατηγορούσε το στρες από το σκάνδαλο για την επανεμφάνιση της νόσου που είχε νικήσει το 2003.
Το 2012, ο αδελφός του Μπέρνι Μάντοφ, Πίτερ, δήλωσε ένοχος για κατηγορίες που σχετίζονταν με την εταιρεία του μεγαλύτερου αδελφού του, αλλά δεν κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε εν γνώσει του στην «πυραμίδα». Αργότερα έδωσε την προσωπική του περιουσία στην κυβέρνηση για να αποζημιωθούν τα θύματα της απάτης.