Λογαριασµοί ηλεκτρικού ρεύµατος σε δυσθεώρητα ύψη και σε πολλές περιπτώσεις χωρίς σαφή αιτιολογία φτάνουν µε µεγαλύτερη συχνότητα το τελευταίο διάστηµα στις αγροτικές εκµεταλλεύσεις έχοντας γίνει πλέον η βασική αιτία αντίδρασης και αναστάτωσης των αγροτών.
Λόγος γίνεται για τη ρήτρα αναπροσαρµογής, η οποία αν και αφορά στο Αγροτικό Τιµολόγιο Χαµηλής Τάσης και συνοδεύει κάποιους από τους λογαριασµούς για γεωτρήσεις αγροτών, παρά το γεγονός ότι το ρεύµα εδώ είναι µέσης τάσης. Μάλιστα, για ανεξήγητο λόγο, η ∆ΕΗ στους µισούς παραγωγούς στέλνει λογαριασµό µε ρήτρα αναπροσαρµογής και στους υπόλοιπους χωρίς. Να σηµειωθεί ότι αυξήσεις υπάρχουν και στις δυο περιπτώσεις, ωστόσο ενώ το κόστος της κιλοβατώρας σε λογαριασµούς χωρίς την περιβόητη ρήτρα αναπροσαρµογής ανέρχεται σε 11,5 λεπτά, ήτοι αύξηση 20% συγκριτικά µε πέρυσι, ενώ σε όσους επιβαρύνονται µε ρήτρα, το κόστος ανέρχεται στα 15 µε 16 λεπτά.
Αρκετοί αναλογίζονται πλέον να αφήσουν χωράφια ακαλλιέργητα, αφού το κόστος άρδευσης είναι τέτοιο που σβήνει κάθε περιθώριο κέρδους ακόµα και σε µια περίοδο υψηλών τιµών για τα αγροτικά προϊόντα σαν και αυτήν που διανύεται. Φυσικά ακόµα πιο δύσκολη είναι η συγκυρία για αγροτικές εκµεταλλεύσεις που δραστηριοποιούνται σε τοµείς που δεν γνώρισαν αντίστοιχη ώθηση, όπως τα κηπευτικά και η ελαιοπαραγωγή.
Το βασικό πρόβληµα των ανατιµήσεων στο ηλεκτρικό ρεύµα µε τις οποίες έρχονται αντιµέτωποι οι αγρότες, έχει να κάνει µε τη ρήτρα αναπροσαρµογής, η οποία έρχεται να διπλασιάσει τον λογαριασµό.
Η ∆ΕΗ αναφέρει χαρακτηριστικά πως η ρήτρα αναπροσαρµογής εφαρµόζεται:
Στα Οικιακά τιµολόγια Γ1 και Γ1Ν (και δικαιούχοι ΚΟΤ), στα επαγγελµατικά τιµολόγια Γ21, Γ22, Γ23, Ε21, Ε22, Ε23, στο τιµολόγιο Φωτισµού Οδών & Πλατειών ( ΦΟΠ) καθώς και στο Αγροτικό Τιµολόγιο Χαµηλής Τάσης.
Τα χαµηλής τάσης αγροτικά τιµολόγια αφορούν σε αποθήκες και άλλες εγκαταστάσεις όµως και όχι στις γεωτρήσεις, οι οποίες όπως σηµειώθηκε, µε 380 volt, συγκαταλέγονται στις συνδέσεις µέσης τάσης.
Παραγωγός από την περιοχή των Φαρσάλων, καλείται να πληρώσει λογαριασµό 9.000 ευρώ για γεώτρηση µε την οποία πότισε φέτος 85 στρέµµατα βαµβάκι. Το κόστος άρδευσης δηλαδή ανά στρέµµα ανέρχεται στα 105 ευρώ από 55 που στοίχιζε πέρυσι για την ίδια κατανάλωση. Όπως εξηγεί, µαζί µε τις υπόλοιπες ανατιµήσεις, το κόστος καλλιέργειας διαµορφώνεται φέτος στα 300 ευρώ το στρέµµα.
Το αίσθηµα εκνευρισµού, ειδικά σε επικεφαλής µεγάλων εκµεταλλεύσεων µε σοβαρή προσέγγιση της παραγωγής τους εντείνεται, αφού αποκλείονται και από την αξιοποίηση φωτοβολταϊκών, που θα τους επέτρεπε να µειώσουν δραστικά τις επιβαρύνσεις οι οποίες σχετίζονται µε το ενεργειακό κόστος. Μια εκ των δυνατοτήτων δηλαδή για την αντιµετώπιση των επιβαρύνσεων στο ηλεκτρικό ρεύµα, θα µπορούσε να είναι η εξασφάλιση για αγρότες θέσης στο δίκτυο, ένα ωστόσο χλωµό σενάριο, αφού µε συνοπτικές διαδικασίες οι διαγωνισµοί καταλήγουν στα µονοπώλια των ΑΠΕ.
Σε κάθε περίπτωση, το θέµα µε το αγροτικό ρεύµα και τη ρήτρα αναπροσαρµογής καθίσταται τελευταία κυρίαρχο και χρήζει λεπτής διαχείρισης από τους ιθύνοντες στα αρµόδια υπουργεία, αφού πλέον τίθεται ξεκάθαρο ζήτηµα εγκατάλειψης καλλιεργειών όσο οι λογαριασµοί ρεύµατος όχι µόνο σβήνουν την κερδοφορίας αλλά εκτροχιάζουν τα οικονοµικά των αγροτικών εκµεταλλεύσεων δηµιουργώντας νέους οφειλέτες προς τη ∆ΕΗ.
AgroNews/Πέτρος Γκόγκος