Ὁ παραλυτικὸς κοίταξε τὸν ξένο ξαφνιασμένος. Τί ἐρώτηση ἦταν αὐτή ποὺ τοῦ ἀπηύθυνε; Ἂν ἤθελε, λέει, νὰ γίνη ὑγιής; Μὰ ζητοῦσε καὶ τίποτε ἄλλο; Τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ζοῦσε μ’ αὐτὴ τὴ λαχτάρα. Ἡ ἐλπίδα τῆς θεραπείας τὸν ἔκανε νὰ παραμένει τόσον καιρὸ σ’ αὐτὸ τὸν θαυματουργικὸ τόπο τῆς Βηθεσδᾶ -προσμένοντας τὸ Θαῦμα. Ὅμως ἦταν μόνος, ὁλομόναχος. Οὔτε ἕναν ἄνθρωπο δὲν εἶχε νὰ τὸν «βάλει στὴ δεξαμενή, ὅταν τὸ νερὸ ταραχθῆ». Τὰ μάτια του ἔλαμψαν ἀπὸ μιὰ ἀναπάντεχη ἐλπίδα.
Ἀλλὰ ἡ πρώτη ἔκπληξη συντελέστηκε ὅταν ἄκουσε τὴν ἀπάντηση. «Σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτησε». Αὐτὸ ποὺ χρόνια τώρα καρτεροῦσε, τοῦ δινόταν ἔτσι ἀπροσδόκητα, σὲ μιὰ στιγμή, ἐντελῶς διαφορετική ἀπ’ ὅ,τι τὸ περίμενε. Τὸ βλέμμα του, ταραγμένο, ἐπίμονο, στυλώθηκε στὸ βαθὺ καὶ γαλήνιο βλέμμα τοῦ Κυρίου. Σ΄ ἐκεῖνα τὰ λίγα δευτερόλεπτα κρίθηκε κάτι μεγάλο.
Ὁ παραλυτικὸς ὑπακούει στὴν προσταγὴ τοῦ Χριστοῦ, παραμερίζοντας κάθε ἐπιφύλαξη καὶ μ’ αὐτὴ του τὴν στάση μᾶς δίνει ἕνα θαυμάσιο πρότυπο γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ δεχόμαστε τὶς ἐκ πρώτης ὄψεως «παράδοξες» ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Θά μποροῦσε ἴσως νά σκεφθεῖ, ὅταν ἄκουσε τό «ἔγειραι, ἆρον τόν κράβαττόν σου», «Ἐγώ δέν μπορῶ νά γυρίσω στό κρεβάτι μου καί θά τό πάρω στόν ὦμο μου;» Τίποτα δὲν ἀναστέλλει τὴν θέλησή του νὰ ὑπακούση. Ἔπρεπε νὰ σηκωθῆ καὶ νὰ περπατήση, δηλαδὴ νὰ ἐπιχειρήση αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς πρόταξε. Πολλές φορές ὁρισμένες ἐντολές τοῦ Κυρίου ἠχοῦν παράδοξα μέσα μας. Τό λογικό μας, ἡ ἁμαρτωλή καρδιά μας δυσκολεύονται νά τίς ἀποδεχθοῦν. Ἐδῶ κρίνεται ἡ ὑπακοή μας στόν Χριστό. Μέ τόν δισταγμό καί τό «ἀλλά», θά παραμένουμε παράλυτοι στό κρεβάτι τῆς ἀνειλικρίνειας, τῆς χαλαρότητας καί τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς παρουσιάζει ἕνα πολύτιμο καί σημαντικό στοιχεῖο στήν συμπεριφορά του. Προκειμένου νὰ ἐκτελέση τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀδιαφόρησε γιὰ τὰ σχόλια τοῦ κόσμου. «Εἶναι Σάββατο» τὸν παρατηροῦσαν οἱ συμπατριῶτες του, «δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ μεταφέρης τὸ κρεβάτι σου. Παρανομεῖς, κάνεις κάτι ποὺ ἀντιτίθεται στὸν Νόμο καὶ τὰ ἔθιμα», καί ὁ παραλυτικὸς σφίγγοντας στὸν ὦμο του τὸ κρεβάτι, ἀπαντᾶ σταθερά: «δὲν ξέρω τί λέτε ἐσεῖς, ἀλλά Ἐκεῖνος πού μέ ἐκανε ὑγιῆ, Ἐκεῖνος μου εἶπε: σήκωσε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτησε».
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ