Ὁ πόνος τοῦ παιδιοῦ της τήν πλημμυρίζει. Ποθεῖ ὁλόψυχα νά τό λυτρώσει ἀπό τήν δαιμονική κυριαρχία καί εἶναι ἔτοιμη νά κάνει τό πᾶν γι’ αὐτό. Νά τρέξη, νά ἱκετεύση, νά ταπεινωθῆ. Ἡ δύναμη τῆς στοργῆς ὁπλίζει τόν ἄνθρωπο μέ γρανιτένια θέληση. Ἡ Χαναναία γυναίκα ἔρχεται στόν Χριστό γιά νά ἐπιτύχει αὐτό πού θέλει, μέ ἀδάμαστη ἀποφασιστικότητα.
Ἀρχικά συναντᾶ μιά περίεργη σιωπή στήν ἱκεσία της. Σέ λίγο ἀκούει λόγια παράδοξα, σκληρά. Ὅμως δέν ὀπισθοχωρεῖ. Πλησιάζει τόν Χριστό ἀκόμη πιό πολύ, γονατίζει μπροστά του. Ἡ πρώτη της κίνηση εἶναι μία παράκληση στὸν εὐλογημένο προφήτη, «τὸν υἱὸν τοῦ Δαυίδ». Ἡ δεύτερη, προσκύνηση, δέηση στὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, στὸν «Κύριο». «Κύριε, βοήθει μοί». Αὐτὴ τὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου τῆς πίστεως ἐπιδιώκει ἡ φαινομενικὴ διστακτικότητα τοῦ Ἰησοῦ.
Στὸ κορύφωμα τῆς ἀγωνίας της ἄκουσε ἡ Χαναναία τὸν Χριστὸ νὰ λέει: «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρω τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίξω στὰ σκυλάκια». Κι ὅμως αὐτή, μὲ τὴν διαίσθηση τῆς ἀγάπης της, νοιώθει τὶς διαθέσεις τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ λεπτὸ χιοῦμορ, γεμάτο διακριτικότητα, παρατηρεῖ: «Ναί, Κύριε, ἀλλά καὶ τὰ σκυλάκια τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους». Δός μου ἔστω λίγα ψίχουλα.
Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ἀποκαλύπτει ὄχι μόνο ἕνα μυαλὸ εὔστροφο, ἀλλά καί μιὰ καρδιὰ συνετή, ἕνα πρὸσωπο πού μπορεῖ νά φωτίζεται άπό τήν ἐλπίδα καί νά χαμογελᾶ ἀκόμη καί στό σκοτάδι. Ὁ Χριστός μπροστά στή βαθειά αὐτή πίστη τῆς λέει: « Ὦ γυναῖκα, μεγάλη εἶναι ἡ πίστις σου, ἄς γίνει γιά σένα, ὅπως θέλεις».
Ὅσοι ζητοῦμε νά μᾶς ἀκούει ὁ Θεός, ἄς μή λησμονοῦμε τήν ἀδάμαστη πίστη τῆς Χαναναίας. Ἄς στοχαζόμαστε τήν ἀγάπη της, τήν ἀλύγιστη ἐπιμονή, τήν ταπείνωση, τήν πίστη της. Αὐτῆς τῆς ποιότητος ἡ πίστη ὑπερνικᾶ τήν σιωπή τοῦ Θεοῦ.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ