Τα ανεξιχνίαστα εγκλήματα, όντας ιδιαίτερα σπάνια, είναι αυτά που εξάπτουν τη φαντασία του κοινού και δημιουργούν αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα του δράστη, αλλά και τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις του. Για τη χώρα μας, τέτοια εγκλήματα είναι εξαιρετικά σπάνια. Και ακόμα πιο σπάνια είναι η συγκεκριμένη περίπτωση του επονομαζόμενου και «δράκου της Θράκης», ο οποίος στην πολυετή δράση του σκότωσε 9 άτομα και έχει καταφέρει μέχρι και σήμερα να διαφεύγει τη σύλληψη. Ο δράστης ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός και άφηνε ελάχιστα σημάδια πίσω του, κάτι που δυσχέραινε το έργο της Αστυνομίας, η οποία τελικά έβαλε την υπόθεση στο αρχείο.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής.
Η δράση του ξεκίνησε στις 31 Αυγούστου του 1988, όταν επιτέθηκε σε ένα ζευγάρι, την 23χρονη Φανή Παρασκευοπούλου και τον 34χρονο φίλο της Γιώργο Κύρκο, σε ένα άλσος της Αλεξανδρούπολης. Οι διαβάτες εντόπισαν τα δύο σώματα, με την κοπέλα να κείτεται νεκρή, ενώ ο νεαρός ήταν τραυματισμένος πολύ σοβαρά. Και οι δύο βρέθηκαν χωρίς τα ρούχα τους και, όπως αποφάνθηκε ο ιατροδικαστής, τους είχαν πυροβολήσει με περίστροφο από κοντινή απόσταση. Η Αστυνομία ερεύνησε εξονυχιστικά την υπόθεση, αλλά δεν βρήκε κάποιο στοιχείο ούτε για τον δράστη, ούτε κάποια ένδειξη για το κίνητρό του. Όσο για τον νεαρό, κατάφερε να αναρρώσει, όμως το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που η κατάθεσή του δεν συνεισέφερε σε τίποτα στην έρευνα των Αρχών.
Σχεδόν έναν μήνα αργότερα, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1988, ο ίδιος δράστης ξαναχτυπά. Αυτή τη φορά δολοφονεί τον Βαγγέλη Κούτρα, 35 ετών τεχνικό της ΕΡΤ, και την 27χρονη φίλη του από την Αυστρία, μέσα στο αυτοκίνητό τους με το οποίο επέστρεφαν από ταξίδι στην Τουρκία. Όπως διαπίστωσαν οι ιατροδικαστές, ο δράστης τούς είχε πυροβολήσει με μία καραμπίνα, και στη συνέχεια, αφού ασέλγησε στη νεαρή κοπέλα, έβαλε φωτιά και προσπάθησε να τους κάψει μέσα στο αυτοκίνητο. Μετά από αυτό το χτύπημα, και καθώς η Αστυνομία έχει πλέον κινητοποιηθεί για να τον συλλάβει, ο δράστης αποφασίζει να καθυστερήσει το επόμενο χτύπημα.
Κάτι που γίνεται στις 24 Ιουλίου του 1989, όταν δολοφονεί και πάλι με καραμπίνα τον 52χρονο Αντώνη Ζαχαριάδη και την 78χρονη μητέρα του, που ζούσαν στη Σουηδία και είχαν σταματήσει το αυτοκίνητό τους σε ένα σημείο της εθνικής οδού Αλεξανδρούπολης – Κήπων. Αφού τους εκτέλεσε με τη γνωστή καραμπίνα, έβαλε φωτιά στο αυτοκίνητο και εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος.
Εμφανίζεται ξανά ανήμερα των εκλογών της 6ης Νοεμβρίου του 1989, όταν δολοφονεί ένα ζευγάρι, τον 43χρονο αστυφύλακα Βασίλη Τσαλταμπασίδη και την 36χρονη σύζυγό του Μαρία. Το ζευγάρι εντοπίστηκε σε ένα ερημικό σημείο κοντά στο αεροδρόμιο της Αλεξανδρούπολης, με τα πτώματά τους απανθρακωμένα. Αυτό το έγκλημα προκαλεί έντονο εκνευρισμό στα υψηλά κλιμάκια της Αστυνομίας, που βλέπουν τους νεκρούς να αυξάνονται και τον δράστη να συνεχίζει να τους διαφεύγει χωρίς να έχουν κάνει την παραμικρή πρόοδο στις έρευνές τους. Από την άλλη, οι κάτοικοι της περιοχής ζουν μέσα στον τρόμο μήπως είναι εκείνοι το επόμενο θύμα του αδίστακτου «δράκου» και λαμβάνουν τα μέτρα τους.
Το τελευταίο χτύπημα του δράστη έγινε στις 26 Ιουλίου του 1990. Οι πυροσβέστες που έσβησαν τη φωτιά σε μία Mercedes με πινακίδες Γιουγκοσλαβίας που φλεγόταν στην εθνική οδό Αλεξανδρούπολης – Κομοτηνής ανακάλυψαν ότι μέσα στο αυτοκίνητο ήταν απανθρακωμένα δύο σώματα. Επρόκειτο για τον Ντράγκαν Έρντελς και τη φίλη του Μαριάνα Ντοτζίνοβιτς, οι οποίοι είχα σκοτωθεί με πυροβολισμό σχεδόν εξ επαφής από την καραμπίνα του «δράκου». Μάλιστα, για άλλη μία φορά επιβεβαιώθηκε ότι ο δράστης είχε ασελγήσει στην άτυχη κοπέλα, πιθανότατα και μετά τον θάνατό της.
Το μοτίβο της δράσης του «δράκου της Θράκης» ήταν πλέον τυπικό και άφηνε ελπίδες ότι οι Αρχές θα έβρισκαν κάποιο σημάδι για να ξετυλίξουν το κουβάρι που θα οδηγούσε στη σύλληψή του. Όμως από τη μία ο δράστης δεν είχε κάνει το παραμικρό λάθος και από την άλλη, εκείνη την εποχή οι σύγχρονες μέθοδοι για την ανάλυση DNA ήταν σε εμβρυακό στάδιο και δεν υπήρχαν τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους σήμερα οι αστυνομικοί. Κάποια στιγμή, το 1993, υπήρξε μία ακτίδα φωτός στην όλη υπόθεση, καθώς βρέθηκε το όπλο με το οποίο ο «δράκος» σκορπούσε τον τρόμο σε έναν καταυλισμό τσιγγάνων. Όμως και πάλι οι έρευνες βρέθηκαν σε αδιέξοδο καθώς δεν υπήρξε άμεση σύνδεση με τον δολοφόνο του Έβρου. Το 1999 η υπόθεση βγήκε και πάλι από το αρχείο, καθώς φάνηκε να συνδέεται με μία άλλη τραγική ιστορία που αφορούσε τη δράση του διαβόητου «μάγου» της Καβάλας, αλλά και σε αυτή την περίπτωση οι έρευνες έπεσαν στο κενό. Στα χρόνια που πέρασαν μέχρι σήμερα, ο «δράκος του Έβρου» και ο φάκελός του έχουν ανασυρθεί αρκετές φορές, αλλά κανένα στοιχείο δεν οδηγεί σε αυτόν. Όσο για τα σενάρια που έχουν ακουστεί κατά καιρούς, άλλοτε ότι επρόκειτο για Έλληνα του εξωτερικού ή για στρατιωτικό και πολλά ακόμα, μένουν και αυτά στο στάδιο των εικασιών. Όπως και το ότι μάλλον έχει πεθάνει παίρνοντας μαζί του το μυστικό του.
Σήμερα, 26 ολόκληρα χρόνια μετά το πρώτο του χτύπημα, οι ελπίδες να αποκαλυφθεί έχουν μηδενιστεί, αφήνοντας τον «δράκο του Έβρου» στο απυρόβλητο και ας πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά ανεξιχνίαστα εγκλήματα στην Ιστορία της χώρας μας. Και, για κάποιους ίσως το πιο κινηματογραφικό, αφού οι ομοιότητες με τον serial killer «Ζόντιακ» είναι κάτι παραπάνω από προφανείς.