Γράφει ο θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Στο Μαρτυρικόν Φανάριον οι ιστάμενοι και ανθιστάμενοι «τριακόσιοι της
πίστεως» ίσως φαντάζουν ελάχιστοι ενώπιον των «πνευματικώς τυφλωμένων
οφθαλμών» ενίων, αλλά, όμως ως ευλογημένο σώμα της των «Πενήτων
Εκκλησίας» είναι στο «Σχέδιο του Θεού» απειράριθμοι, διότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε
υπήρξε και δεν είναι ζήτημα «αριθμητικής».
Όσο διώκεται το Φανάρι τόσο ισχυρότερο καθίσταται, όσο υβρίζεται τόσο
λαμπρότερο αναδεικνύεται, όσο σταυρώνεται, τόσο περισσότερο βιώνει την
Ανάσταση του Χριστού, εν τέλει, όσο βιώνει την Ανάσταση, τόσο επιβεβαιώνεται
ότι είναι όντως «Παρεμβολή Θεού» επί της Γης και αληθώς «το παράδοξον της
Αποστολικότητος και της Ιστορίας».
Είναι όντως παράδοξο και «αγγέλοις και ανθρώποις» μια σπιθαμή γης στο ακρότατο
σημείο του Κεράτιου Κόλπου, όπου δεσπόζει το λεγόμενο «διπλοφάναρον», το Φανάριον
του Γένους ημών, να εγκολπώνει τα ιερά και όσια του γένους και της Πατρώας Ορθοδόξου
Πίστεως, να είναι η Ιερά Καθέδρα, το πανίερον Κέντρον της Ορθοδοξίας.
Αυτό το μαρτυρικώς καθαγιασμένο και εσταυρωμένο Οικουμενικό Πατριαρχείο ωσάν
μέσα σε «οστράκινο ταπεινό σκεύος» τρέφεται και ζωογονείται από το θερμουργό Αίμα και
Σώμα του Αρχιθύτου Μεγάλου Αρχιερέως Ιησού Χριστού, και μεταβάλλει αυτή την
ευλογημένη σπιθαμή γης της Θεοτοκοφρουρήτου Βασιλίδος Πόλεως σε ουράνιο στερέωμα
της Καθόλου Ορθοδοξίας απ’ όπου εκπηγάζουν από αιώνων νάματα Ορθοδόξου Θεολογίας,
αναδεικνύονται Άγιοι Πατριάρχες και Μάρτυρες Χριστομίμητοι, εκπέμπεται το γνήσιο και
ανόθευτο μήνυμα της Ορθοδοξίας προς όλους, τους εγγύς και τους μακράν, αφού στον τόπο
εκείνο αδιαλείπτως, αμεταθέτως και ακατβλήτως κηρύσσεται Χριστός Εσταυρωμένος και
Αναστάς εκ των νεκρών.
Το Κάστρομονάστηρο του Φαναρίου που είναι το μέγα και πρωτομονάστηρο της
Ορθοδοξίας και του Γένους έχει να επιδείξει διαχρονικά μέσα στο διάβα των αιώνων τα
«στίγματα» του μαρτυρίου και της ακτίστου χάριτος του Τριαδικού Θεού που ενοικεί εν
αυτώ και κατευθύνει τα διαβήματα κλήρου και λαού, ιεραρχών και πατριαρχών για ό,τι
συμφέρει την Ορθόδοξη Εκκλησία και το λαό του Θεού ανά την υφήλιο. Όντως το
πολυμαρτυρικόν Φανάριον, το ριζωμένο από αιώνων σε μία σπιθαμή της αιματοβαμμένης
και
αιματόβρεχτης πολίτικης σπιθαμής γης καθίσταται ιερόν και «τηλαυγές αείφωτον κέντρον»
της Καθόλου Ορθοδοξίας.
Μία σπιθαμή καθαγιασμένης γης με «ολιγάριθμον» σώμα πιστών κατά την ισχνή
κρίση του αριθμοκράτου πεπερασμένου ορθού λογισμού, αλλά και συνάμα αμέτρητου λαού
του Θεού, κατά την ανεξιχνίαστη Βουλή του Θεού, καταφάσκει σύμφωνα με την
θεόπνευστη ρήση του αοιδίμου μεγίστου Φαναριώτου Ιεράρχου, Μητροπολίτου Γέροντος
Χαλκηδόνος Μελίτωνος, ότι το Φανάριον, δηλονότι η Πρωτόκλητος, Πρωτόθρονος,
Πρωτεύθυνος και πολυμαρτυρική Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινοπολίτις
Εκκλησία είναι «το παράδοξον της Αποστολικότητος και της Ιστορίας».
Στο Φανάριον η Ορθόδοξη πίστη και η Πνευματική Ισχύς δεν είναι οντολογικά
μεγέθη που μετρούνται και υπολογίζονται με τους αριθμούς και την ματαιοδοξία του
κοσμικού φρονήματος και του άκρατου εκκλησιαστικού ηγεμονισμού, τον οποίο γεννά ο
«μέγας πειρασμός και λογισμός» ένεκα του «πολυαρίθμου και πολυπληθούς πληρώματος».
Στο Μαρτυρικόν Φανάριον οι ιστάμενοι και ανθιστάμενοι «τριακόσιοι της πίστεως» ίσως
φαντάζουν ελάχιστοι ενώπιον των «πνευματικώς τυφλωμένων οφθαλμών» ενίων, αλλά, όμως
ως ευλογημένο σώμα της των «Πενήτων Εκκλησίας» είναι στο «Σχέδιο του Θεού»
απειράριθμοι, διότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε υπήρξε και δεν είναι ζήτημα
«αριθμητικής».
Στους μυριόκλαυστους εκείνους τοίχους του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού και του
ανθισταμένου σθεναρώς στους ανέμους της ιστορίας Πατριαρχικού Οίκου, όπου αναδύεται
αδιαλείπτως η ευωδία του μοσχολίβανου και του μελισσοκεριού από τα χέρια του
«τελευταίου διακόνου της σειράς» και μέχρι του εκάστοτε Μεγαλομάρτυρος και
Πρωθηγούμενου και Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριάρχου, εγκολπώνονται ωσάν σε
κιβωτό του μαρτυρίου οι κλαυθμοί, τα δάκρυα, τα όνειρα, τα ζώπυρα του ευσεβούς και
φιλόχρηστου Γένους και των οικείων εν τη πίστει αδελφών μας της Πόλεως, των μαρτύρων
κληρικών και των εκάστοτε μεγαλομαρτύρων Πατριαρχών.
Σε πείσμα του πανδαμάτορος χρόνου και της αδηφάγου μανίας των δυσεβών και
ψευδαδέλφων, οι οποίοι καθ’ ημέραν σταυρώνουν το πάντιμο σώμα της Πρωτοθρόνου και
Πρωτοκλήτου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως,
συνεχίζει θαυμαστά και για πολλούς ανεξήγητα, το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο
την θυσιαστική και αγαπητική προσφορά, διακονία, πορεία, παρουσία και μαρτυρία του στα
αγιασμένα και μαρτυροαιματόβρεχτα χώματα της Αγιοτόκου Πόλεως της Θεομήτορος, αλλά
και σε όλο τον κόσμο που πάντοτε ευεργετείται από το ζωογόνο μήνυμα αιωνίου ζωής και
γνησίου ευαγγελικού λόγου τον οποίο προσφέρει ως πρόταση ζωής το μαρτυρικό Φανάριο.
Το πολυμαρτυρικό Φανάρι δεν είναι απλώς μια σπιθαμή γης στα ιστορικά χώματα της
βασιλίδος Πόλεως, είναι όντως «Παρεμβολή Θεού» που διχοτομεί την ιστορία και ενσπείρει
στο εγκόσμιο ιστορικό γίγνεσθαι την «αυτοαλήθεια» της ζωής που είναι ο Χριστός. Πόσοι
και πόσοι δεν προσπάθησαν να αλώσουν αυτό το καστρομονάστηρο της Ορθοδοξίας, αλλά
οι πολέμιοι απωλέσθησαν. Πολλοί σήκωσαν μέσα στο διάβα των αιώνων ακόμα και
δυσεβείς χείρες, δολοφονικές και καταστροφικές επάνω στο πάντιμο σώμα της μαρτυρικής,
καθαγιασμένης και Εσταυρωμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού
Κωνσταντινοπολίτιδος Εκκλησίας, αλλά όμως σήμερα τα ονόματα αυτών έχουν
λησμονηθεί. Όσο διώκεται το Φανάρι τόσο ισχυρότερο καθίσταται, όσο υβρίζεται τόσο
λαμπρότερο αναδεικνύεται, όσο σταυρώνεται, τόσο περισσότερο βιώνει την Ανάσταση του
Χριστού, εν τέλει, όσο βιώνει την Ανάσταση, τόσο επιβεβαιώνεται ότι είναι όντως
«Παρεμβολή Θεού» επί της Γης και αληθώς «το παράδοξον της Αποστολικότητος και της
Ιστορίας».
Ο Αποστολικός, Πατριαρχικός και Οικουμενικός Θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως, ο
οποίος είναι κατά τον μεγάλο Νομοδιδάσκαλο Βαλσαμώνα «το περιβόητον τούτο και πράγμα
και όνομα», φέρει βαρύ τον Σταυρό αυτής της υψηλής αποστολής και διακονίας προς το
συμφέρον της Καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού στον κόσμο.
Γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, στο υπόμνημα της εκλογής του Ματθαίου στον Θρόνο της
Εκκλησίας Αλεξανδρείας, επί Οικουμενικού Πατριάρχου Παϊσίου Β΄, αναγράφονται τα
εξής: «Η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία επιπροσθέτως στα άλλα προνόμια αυτής έχει
και το πρώτιστο προνόμιο για την μέριμνα πασών των Εκκλησιών. Τέτοια κοινή φιλόστοργη
μητέρα και κεφαλή είναι, ώστε όχι μόνο τα εγγύτατα αλλά και τα απομεμακρυσμένα μέλη και
μέρη αυτής με σοφία και κηδεμονία προνοητικά να φροντίζει και να ανοίγει τις μητρικές
αγκάλες της προς όλους και προς όλες, και ανάλογα να επιχορηγεί τις δωρεές και χάριτες…..»
(Καλλίνικου Δελικάνη, Πατριαρχικά Έγγραφα, Τομ. 2). Σε άλλη εγκύκλιο του οικουμενικού
Πατριάρχου Ιερόθεου (1852) αναφέρονται τα εξής: «Γι’ αυτό και ο καθ’ ημάς Αγιώτατος
Αποστολικός, Πατριαρχικός και Οικουμενικός Θρόνος, δεν καταγίνεται μόνο με την διάταξη
των οικείων υποθέσεων αυτού και με την ευστάθεια των σχετικών εκκλησιαστικών πραγμάτων
του, αλλά εκτείνει την πρόνοιαν και προς τα συμφέροντα των λοιπών Αγιωτάτων Θρόνων. Δια
τούτο και το «Οικουμενικός», προνόμιο έχει και δεν παρέλειψε άνωθεν και εξ αρχής σε
προσφόρους καιρούς να ενεργεί φιλαδέλφως και να συντρέχει εκ παντός τρόπου στις ανάγκες
και χρείες των λοιπών Αγιωτάτων Θρόνων, σκοπό έχοντας την κατάρτιση και την ψυχική
σωτηρία του Χριστωνύμου πληρώματος….» (Καλλίνικου Δελικάνη, Πατριαρχικά Έγγραφα,
Τομ. 2). Εύστοχα γράφει ο αοίδιμος Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος: «Η Ορθοδοξία είναι
ζωή, ως ζωή είναι οργανισμός, ως οργανισμός δε έχει κεφαλήν και κέντρον, το Οικουμενικόν
Πατριαρχείον, το οποίο έχοντας μοχθήσει τόσο, όσο ουδεμία άλλη εκκλησία υπέρ της
ορθοδοξίας, υπομένοντας δε καθαρμούς μεγάλους, καθηγίασε στους αιώνες την θέση που
κατέλαβε και κατέχει της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας».
Η αδέκαστη ιστορία μαρτυρεί και εξαγγέλλει ότι η ζωή του Πανσέπτου και
Μαρτυρικού Οικουμενικού Θρόνου επί τοσούτο είναι συνυφασμένη με την ζωή και την
ιστορία του γνήσιου Ορθοδόξου Χριστιανισμού των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των
προς διατήρηση της πίστεως και περιφρούρηση της κανονικής τάξεως συνεχών και σκληρών
αγώνων, ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι δι’ αυτής συμπληρούται και συνεχίζεται η όλη
ιστορία της
Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μαρτυρεί και εξαγγέλλει η αδέκαστη ιστορία επιπροσθέτως, ότι: «η
εν αρχή ταπεινή και ολιγότεκνος Εκκλησία του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτόκλητου,
αθρόα μεγαλύνθηκε, υψώθηκε σε Καθέδρα Οικουμενική και Κέντρο προς το οποίο βλέπει
περιγραφόμενος ο θεοχάρακτος της Ορθοδόξου Εκκλησίας κύκλος, Κέντρο Θεοστήρικτο, στο
οποίο συνέχονται και συγκρατούνται….όλες οι κατά τόπους και χώρες υφιστάμενες και περί
την κανονική των εκκλησιαστικών πραγμάτων οικονομία αυτενεργοί και αυτοκέφαλοι
Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες συναρμολογούμενες αποτελούν ενιαίο και αδιαίρετο σώμα.
Αυτή δε αναδέχθηκε και την των άλλων Αδελφών Εκκλησιών φροντίδα, όσες φορές,
περιστάσεις έκτακτες παρακωλύουν την δια ποίμανση….» (Πατριαρχική Εγκύκλιος, Κυριακή
της Ορθοδοξίας, 1950).
Οικουμενική καθέδρα και κέντρο πανορθόδοξο το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε
και είναι, συγχρόνως, και κέντρο μεσιτείας προς τον Χριστό υπέρ της διατηρήσεως της
πατρώας πίστεως και της κανονικής και εκκλησιαστικής θεσμοθεσίας, ευσταθείας των
Αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως.
Ο Μαρτυρικός Οικουμενικός Θρόνος πάντοτε απέβλεπε προς τα πρεσβεία αυτού, όχι
ως μέσο ικανοποιήσεως παποκαισαρικών φιλοδοξιών και επιβολής απολύτου κοσμικής
εξουσίας στην Εκκλησία και την εκκλησιαστική τάξη, επί ζημία των άλλων Ορθοδόξων
Εκκλησιών, αλλ’ απλώς ως πρεσβεία της ταπεινής διακονίας αυτού εν πνεύματι αγάπης,
ειρήνης και αμοιβαίου σεβασμού υπέρ του καλώς νοούμενου συμφέροντος, της δόξης και
του μεγαλείου της κατ’ Ανατολάς Αγίας Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτή είναι η
φωνή των κανόνων και της ιστορίας και στην φωνή και την συνείδηση αυτών, τίποτε και
κανείς δεν είναι δυνατόν να προσθέσει ή ν’ αφαιρέσει κάτι (Σάρδεων Μάξιμος).
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι τα γραφόμενα του αοιδίμου Μητροπολίτου Γέροντος
Χαλκηδόνος Μελίτωνος (1913-1989), όταν αναφέρεται στον Ιερώτατο θεσμό του Φαναρίου
και στην υπόσταση της εννοίας του Φαναριώτου κληρικού. Γράφει δε εύγλωττα τα εξής:
«… Είναι ιδιότυπος είτε ο Ιεράρχης είτε ο εν γένει κληρικός του Φαναρίου. Αυτό το
Φανάριον, είναι τι πλέον της καθεστηκυίας έδρας εν τη Πόλει ταύτη της Κεφαλής της
Ορθοδοξίας. Είναι μια έννοια. Συμβολίζει την ικανότητα της ζωής να υπερβαίνη τον
χαλασμόν, την δυνατότητα της επιβιώσεως εν τη συνυπάρξει. Το Φανάριον είναι η τέχνη του
να εξάγη τις εκ των χειρίστων δεδομένων το άριστον δυνατόν. Το Φανάριον είναι φορεύς
υψίστων αξιών.
Είναι υπομονή. Είναι σιωπή. Είναι ευγένεια. Η ευγένεια των παλαιών. Όχι ναρκισσισμός και
στατικότης.
Φύλαξ του θησαυρού της αμωμήτου ημών πίστεως και της ιεράς παραδόσεως της
Ανατολής, επενδεδυμένης τας άλλας παραδόσεις του Γένους, όμως φύλαξ ενεργός και
δυναμικός. Είναι η πύλη της Ανατολής, ανεωγμένη προς την Δύσιν. Είναι ο ευαίσθητος δέκτης
των μηνυμάτων της Δύσεως. Ερμηνευτής των μεγάλων στροφών του βίου του κόσμου. Το
Φανάριον
είναι μια σχολή.
Και ο Φαναριώτης, ενώ είναι γέννημα της αναγκαιότητος μιας στιγμής της ιστορίας,
αποβαίνει και αυτός έννοια, η οποία διαπορεύεται τας εποχάς, επίκαιρος εις μίαν εκάστην ως
προς τα κύρια χαρακτηριστικά. Διότι ο Φαναριώτης εκπροσωπεί τον φορέα μιας μεγάλης
κληρονομίας, την οποίαν ο ίδιος διασώζει όχι δια της ταφής, αλλά δια της αξιοποιήσεως υπέρ
των πολλών.
Ο Φαναριώτης είναι ο συγκερασμός της παραδόσεως και της προόδου, εν τη κατά
πρόσωπον αντιμετωπίσει της πραγματικότητος, οποιαδήποτε και αν είναι…».