γράφει ο Δρ. Ευριπίδης Στ. Στυλιανίδης, Βουλευτής Ροδόπης Νέας Δημοκρατίας, Επικ. Καθηγητής Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου
Τρία είναι τα βασικά στοιχεία που προσδιορίζουν ένα Εθνος: η γλώσσα, η θρησκεία και η ιστορική μνήμη, δηλαδή η εθνική αυτοσυνειδησία. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι επιχείρησαν γενοκτονίες, από τους Τούρκους και τους Ναζί, μέχρι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του προηγούμενου αιώνα, αυτά τα θεμέλια ακριβώς επιδίωξαν να πλήξουν.
Ο Ελληνισμός βίωσε συχνά στη μεγάλη ιστορική του διαδρομή τέτοιες συμπεριφορές, αποδεικνύοντας στη πράξη την ανθεκτικότητα του. Επιτρέψτε μου να επισημάνω κάτι που συχνά το ξεχνάμε, όταν μας κυριεύει η μιζέρια μας. Η Ελλάδα ως Κράτος έχει ζωή 200 χρόνια κι εμείς εδώ στη Θράκη μόλις 100. Ο Ελληνισμός όμως ως έθνος, ως γένος, ως πολιτισμός αντέχει, εξελίσσεται, διασπείρεται και κυριαρχεί για πάνω από 3000 χρόνια, κάτι που αποδεικνύει τη δύναμη που εμπεριέχεται στο κύτταρο του Έλληνα και στο πολιτισμικό DNA της φυλής. Όπως αποδεικνύει η ιστορία μας πίσω από ένα αργό, γραφειοκρατικό, άτολμο, συχνά εξαρτημένο και δυσκίνητο Ελληνικό Κράτος κρύβεται ένα μοναδικό, οξυδερκές, πολυμήχανο και θαυμαστό Έθνος. Έχοντας επισκεφθεί ως Υφυπουργός Εξωτερικών πάνω από 65 Χώρες και έχοντας συναντήσει όλους σχεδόν τους σημαντικούς Ηγέτες της γενιάς μας, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν υπήρξε πουθενά πολιτικό, στρατιωτικό, επιστημονικό, οικονομικό, δημοσιογραφικό, ερευνητικό, πολιτιστικό κέντρο εξουσίας που να μη βρήκα έναν συνειδητοποιημένο και διακεκριμένο Έλληνα. Έναν Έλληνα που η προσωπικότητα και η παρουσία του να εκπροσωπεί, να εκφράζει με τον πιο ποιοτικό τρόπο ολάκαιρη την Ελλάδα, τον πολιτισμό της και την ιστορία της.
Επιστρέφοντας στο θέμα της γλώσσας θέλω να αναφέρω κάποια παραδείγματα που αναδεικνύουν τη σημασία της. Το 1830 όταν οι μεγάλες δυνάμεις μετά από ένα διπλωματικό άθλο του Ιωάννη Καποδίστρια αποφάσισαν να αναγνωρίσουν την Ελλάδα ως Ανεξάρτητο Κράτος, επέβαλαν ως άτυπο όρο να ονομαστεί «Γραικία- Greece-Grece-Griechenland», διότι ήξεραν τα υπουργεία των Εξωτερικών τους, ότι οι Γραικοί είναι ένα Ελληνικό φύλο που κυριαρχεί ως τη Λάρισα και ως εκεί είχε σχεδιαστεί να φτάνει το νέο κράτος. Δεν ήθελαν επουδενί να αναβιώσει το όνειρο της Αυτοκρατορίας του Ρήγα που πριν χρόνια είχε δολοφονηθεί για αυτόν ακριβώς το λόγο στο Βελιγράδι. Ο πρώτος διεθνής Οργανισμός που μετά από μια μακρά και έξυπνη διαπραγματευτική προσπάθεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την οποία φώτισε και καθοδήγησε με την παιδεία του ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, αναγνώρισε για πρώτη φορά την Ελλάδα με το πραγματικό της όνομα ήταν η ΕΟΚ ως Hellenic Republic, χάρη και στη στήριξη του Ελληνιστή Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζισκάρ Ντεσταίν.
Έτσι ταυτίστηκαν εννοιολογικά οι όροι Ελλάς-Greece διεθνώς εννοώντας το ίδιο κράτος, το ίδιο έθνος και τον ίδιο πολιτισμό που έχει τις ρίζες του στην κλασική αρχαιότητα και τον οποίο επιχείρησε να σύνθλιψει με την εργαστηριακή θεωρία του ο Φαλμεράγιερ. Τα μόνα έθνη που για ιστορικούς λόγους σεβάστηκαν την συνέχεια της ιστορικής μας ρίζας και μας έδωσαν αντίστοιχα ονόματα παρμένα από τη δίκη μας γλώσσα ήταν οι Τούρκοι που μας αποκαλούν Γιουνάν δηλ. Ιωνες και οι Κινέζοι που μας λένε Σίλα δηλαδή Ελλάς, όπου το «Σ» είναι η δασεία. Θαυμασμός ενός επίσης μεγάλου πολιτισμού. Μια άλλη περίπτωση δίωξης της γλώσσας βίωσαν οι Πόντιοι της Τσάλκας και όχι μόνο, όπου τους επέβαλαν να διαλέξουν ανάμεσα στη γλώσσα και την Θρησκεία κι αυτοί επέλεξαν τη θρησκεία, γιατί γνώριζαν ότι μέσα από τη γλώσσα του Ευαγγελίου που είναι η Ελληνική, δηλ την πρώτη διεθνή γλώσσα, θα μπορέσουν να σώσουν και την δίκη τους εθνική γλώσσα.
Δεν ξεχνώ τις προβοκάτσιες του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής, όταν έφτασαν οι πρώτοι Παλινοστούντες Ομογενείς Ορθόδοξοι, Ελληνόψυχοι, αλλά αναγκαστικά τουρκόφωνοι, όταν προπαγάνδιζε επιτυχώς στην τοπική κοινωνία, ότι είναι «Τούρκοι» για να δημιουργήσει προκατάληψη και απόσταση στον ντόπιο πληθυσμό. Μου είπε με περηφάνεια τότε ο πρόεδρος τους, ένας διακεκριμένος μαθηματικός, πρώην καθηγητής Σοβιετικού Πανεπιστημίου που δούλευε εργάτης στην Κομοτηνή για να ζήσει τα παιδιά του: «Υπουργέ στην πλατεία του χωριού μου στην Τσάλκα είχαμε δυο αγάλματα, του Στάλιν και του Αριστοτέλη. Του Στάλιν, όταν έπεσε ο κομμουνισμός το γκρεμίσαμε, του Αριστοτέλη όμως στέκει ακόμη όρθιο». Τα αρνητικά αυτά παραδείγματα αποδεικνύουν τη σημασία της γλώσσας στη επιβίωση ενός έθνους και ενός πολιτισμού. Η γλωσσική έκφραση πρωτογενών εννοιών είναι όμως αυτή που αποδεικνύει την ποιότητα της διανόησης αλλά και την ψυχή ενός λαού. Η γλώσσα γίνεται εργαλείο, όχι μόνο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και εργαλείο που ξεκλειδώνει τη πύλη εισόδου στα έγκατα ενός πολιτισμού και σου επιτρέπει να γνωρίσεις τις αξίες του, τα ιδανικά του και την ποιότητα του. Αυτό εκτίμησαν οι Γερμανοί, όταν ίδρυσαν το Humanistische Gymnasium ως πρότυπο σχολείο για την ελίτ τους, όπου διδάσκονται τα αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά. Δεν είναι τυχαίο ότι προεκλογικά στη Γαλλία με διαδηλώσεις οι Γάλλοι διανοούμενοι απαίτησαν από τον Εμμανουέλ Μακρόν να επαναφέρει τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών στην εκπαίδευση κι αυτή ήταν η πρώτη του απόφαση ως νέου προέδρου.
Δεν είναι επίσης καθόλου τυχαίο ότι η στρατηγική στο West Point των ΗΠΑ διδάσκεται από ιστορικά ελληνικά κείμενα που περιγράφουν την ανάπτυξη και τη σκέψη του Μ. Αλεξάνδρου, του μόνου αήττητου Στρατηλάτη στην παγκόσμια ιστορία. Η Δημοκρατία και η Πολιτειολογία διδάσκονται παντού από τα κείμενα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, ενώ το management στην Fukuoka της Ιαπωνίας, σε μια από τις σημαντικότερες σχολές παραγωγής managers στον κόσμο, διδάσκεται από τον Ξενοφώντα. Όλα τα προηγμένα κράτη στον κόσμο προστατεύουν, αναδεικνύουν και προσπαθούν να διαδώσουν τη γλώσσα τους ως γέφυρα επικοινωνίας με τον πολιτισμό και την αγορά τους, ως εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής και πολιτιστικής διπλωματίας.
Οι Γάλλοι που προστατεύουν τη γλώσσα και στο Σύνταγμα τους έχουν δημιουργήσει ειδικό διεθνή οργανισμό για τη διάδοση της, τη Γαλλοφωνία-Francophonie. Ακόμα και οι Κινέζοι δημιούργησαν τα τελευταία χρόνια πάνω από 500 Ινστιτούτα Κομφούκιος ανά τον κόσμο, έχοντας ήδη προσελκύσει στη Χώρα τους πάνω από 500.000 φοιτητές από το εξωτερικό. Το ερώτημα που τίθεται είναι τι κάνει η Ελλάδα; Πως αξιοποιεί μια από τις πιο ιστορικές γλώσσες του ανθρώπινου γένους; Την προστατεύει στο Σύνταγμα της; Την διδάσκει σωστά στα παιδιά της; Την αξιοποιεί ως την πρώτη διεθνή γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα Ευαγγέλια; Την αναδεικνύει ως τη γλώσσα που παρήγαγε τους περισσότερους διαχρονικούς επιστημονικούς όρους και προσδιόρισε εννοιολογικά τη Δημοκρατία; Την κατοχυρώνει και την προστατεύει ως κτήμα του παγκόσμιου πολιτισμού και ως εργαλείο επικαιροποίησης των αξιών του, όπως αυτές περιγράφονται από τις ίδιες τις πηγές; Την χρησιμοποιεί ως συνεκτικό δεσμό με τον Οικουμενικό Ελληνισμό και ως γέφυρα με τον παγκόσμιο Φιλελληνισμό;
Φοβούμαι πως η Ηγεσία, η όποια ηγεσία της Χώρας πολιτική, πνευματική, οικονομική, κολακεύεται περισσότερο, όταν αυτάρεσκα μιλά μπροστά στις διεθνείς κάμερες αγγλικά, γαλλικά ή γερμανικά, χωρίς να συνειδητοποιεί τη σημασία και τον συμβολισμό υπεροχής που περικλείεται στην απόφαση να μιλάς στο διεθνές ακροατήριο με τη γλώσσα του πολιτισμού μας, δηλαδή τα ελληνικά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι όταν κάποιοι θέλησαν να διχάσουν το λαό μας πυροδότησαν τον γλωσσικό ζήτημα και τη σύγκρουση μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι κανένας από τους μεγάλους ηγέτες στις επίσημες δηλώσεις του δεν επιλέγει να μιλήσει άλλη από την δίκη του εθνική γλώσσα. Η Μέρκελ στα γερμανικά, ο Πούτιν στα ρωσικά, ο Μακρόν στα γαλλικά, ο Μπάιντεν στα αγγλικά και ο Σι Ζινπινγκ στα κινεζικά. Όπως έλεγε κάποτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, η χρήση της Ελληνικής γλώσσας στα διεθνή Fora ή στις διαπραγματεύσεις δεν σου δίνει μόνο τη δυνατότητα να προβάλεις την ιστορία και τον πολιτισμό σου, αλλά σου δίνει και χρόνο να σκεφθείς και να ελιχθείς διπλωματικά, όσο ο διερμηνέας θα μεταφράζει τη σκέψη σου. Ο ίδιος μάλιστα χρησιμοποιούσε συχνά όχι μόνο τη γλώσσα, αλλά και χωρία από τις ρήσεις αρχαίων Ελλήνων, προκειμένου να θυμίζει περήφανα στους συνομιλητές του την ισχυρή ρίζα του πολιτισμού που διεθνώς εκπροσωπούσε ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστική η ομιλία του κατά την υπογραφή της ένταξης της Χώρας στην ΕΟΚ. Αυτή η αντίληψη διακατείχε όλους του μεγάλους Έλληνες στις δημόσιες διεθνείς εμφανίσεις τους.
Θυμίζω τον περίφημο λόγο του Ξενοφώντα Ζολωτα στις 26 Σεπτεμβρίου 1957 στα αγγλικά στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το 1959 στην Ουάσιγκτον που έγινε πρωτοσέλιδο στους New York Times, όπου χρησιμοποίησε μόνο Ελληνικές λέξεις που παραμένουν αμετάφραστες ακόμα και στην παγκοσμιοποιημένη αγγλική γλώσσα. Ή την αντίστοιχη ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά τη βράβευση του με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η σημασία που έδινε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην ελληνική γλώσσα αποδείχθηκε τα πρώτα χρόνια της προετοιμασίας της ένταξης, όταν η Ελληνική κυβέρνηση διεξήγαγε έναν διπλωματικό μαραθώνιο, ώσπου να επιτύχει να καθιερώσει την Ελληνική ως επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ότι σημαίνει αυτό.
Γι’αυτό μου είναι αδιανόητο να δεχθώ όλους αυτούς που επιλέγουν σε επίσημες δηλώσεις, σε διεθνή δίκτυα, να χρησιμοποιούν άλλες γλώσσες πλην της ελληνικής κάνοντας το αντίστροφο, δηλαδή επίδειξη γλωσσομάθειας στο εσωτερικό και όχι πολιτιστικής αυτοπεποίθησης στο εξωτερικό. Πιστεύω ότι η άσκηση εξωτερικής πολιτικής για εσωτερική κατανάλωση πάντα, όταν εφαρμόστηκε, έβλαψε τη χώρα. Πιστευω ακράδαντα ότι η γλώσσα είναι ισχυρότατο και ακατανίκητο όπλο εθνικής πολιτικής. Την αντίληψη αυτή τη υπηρέτησα τόσο ως Υφυπουργός Εξωτερικών όσο και ως Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων βάζοντας τις βάσεις μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής εκπαιδευτικής και πολιτιστικής διπλωματίας. Με απόφαση μου τοποθετήθηκαν εκπαιδευτικοί ακόλουθοι σε πολλές διπλωματικές μας αντιπροσωπείες σε αλλά κράτη ή σε διεθνείς οργανισμούς. Κατά το σχολικό έτος 2008 -2009 το Υπουργείο Παιδείας διέθεσε 2.153 εκπαιδευτικούς στο εξωτερικό για να καλύψουν τις ανάγκες 2.514 σχολικών μονάδων. Ενισχύθηκαν 106 έδρες Ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού σε πανεπιστήμια σ’ όλο τον κόσμο. Ανανεώθηκαν μορφωτικά προγράμματα με άλλες χώρες π.χ. Τουρκία, Χιλή και προωθήθηκαν διμερείς μορφωτικές συμφωνίες π.χ. Ρωσία, Νιγηρία, Κουβέιτ, Γαλλία κλπ. Δημιουργήθηκαν διεθνή μεταπτυχιακά στην Ελλάδα για την προσέλκυση ξένων φοιτητών και διοργανώθηκαν σειρά πολιτιστικών εκδηλώσεων μετά την επιτυχή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων.
Στόχος της εκπαιδευτικής διπλωματίας υπήρξε η συντήρηση της ελληνικής γλώσσας και ταυτότητας στους ομογενείς και η διάδοση της πρώτης σε ξένους, με επιδίωξη τη δημιουργία ενός νέου ισχυρού Φιλελληνικού Δικτύου, που θα βοηθουσε στην ενίσχυση των διεθνών σχέσεων, την αύξηση του τουρισμού και των οικονομικών συναλλαγών και φυσικά την προώθηση των εθνικών μας θέσεων. Δυστυχώς αυτές οι πρωτοβουλίες διακόπηκαν από τις επόμενες κυβερνήσεις, όχι μόνο λόγω των δυσκολιών που δημιούργησε η οικονομική κρίση αλλά και λόγω μιας περίεργης ιδεοληψίας που δεν ενστερνίστηκε το όραμα μας να καταστήσουμε την Ελλάδα Διεθνές Εκπαιδευτικό και Πολιτιστικό Κέντρο με τη απελευθέρωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης από το Κρατικό Μονοπώλειο μέσω της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος και την επιθετική προώθηση της γλώσσας και του πολιτισμού μας. Ευτυχώς η Κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη αρχίζει να υιοθετεί εμπράκτως αυτή την αντίληψη δημιουργώντας την ελπίδα αξιοποίησης των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων που δεν είναι αλλά από την Παιδεία και τον Πολιτισμό.
Η γλώσσα μας είναι η Δύναμη μας Αν θέλουμε να οικοδομήσουμε μια πραγματική εθνική στρατηγική για την Ελλάδα που να ξεπερνά τις κομματικές γραμμές και να στοχεύει όχι στις επόμενες εκλογές, αλλά στις επόμενες γενιές. Μια στρατηγική που να διέπεται από συνέπεια και συνέχεια, που δεν θα διασπάται από την εναλλαγή στην εξουσία προσώπων ή κομμάτων και θα ταυτίζεται με τη μοίρα όχι μόνο του λαού αλλά και του έθνους, τότε οφείλουμε να ενδοσκοπησουμε στη γλώσσα μας. Στις λέξεις και τις έννοιες της, στα νοήματα και τα σύμβολα της, στη σύνταξη και τη γραμματική της θα βρούμε διαχρονικές αξίες, σύμβολα και αντιλήψεις που συμπυκνώνουν τον πολιτισμό μας, την ταυτότητα μας, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα μας, δηλαδή τις αρετές και τις αδυναμίες του έθνους μας. Αρκεί να επιλέξουμε τις αμετάφραστες λέξεις, δηλαδή τις έννοιες που μεταφέρθηκαν αυτούσιες σε άλλες γλώσσες, διότι η Ελληνική τις εξέφρασε μοναδικά και με πληρότητα ή δεν μπόρεσαν ποτέ να μεταφραστούν, όπως οι λέξεις: Δημοκρατία, Αρμονία, Φιλότιμο, Σύνθεση, Θέση, Αντίθεση, Πολυμορφία, Οργάνωση, Χαρακτήρας, Αξία, Αξίωμα, Ανάλυση, Οικονομία, Έθνος, Έμφαση, Ενέργεια, Στρατηγική, Τακτική, Δύναμη, Μέθοδος, Απολογία, Πόλις, Πολιτική, Χάος, Ήθος, Ζήλια κλπ.
Από αυτές τις λέξεις σκιαγραφείται ο εθνικός μας χαρακτήρας, αναδεικνύονται τα ελαττώματα αλλά και οι αρετές μας. Πάνω σε αυτές λοιπόν μόνο τις λέξεις/έννοιες μπορούμε επιτυχώς να θεμελιώσουμε μια Εθνική Στρατηγική που θα μας επαναφέρει σε νέους διεθνείς πρωταγωνιστικούς ρόλους. Τα greeklish που διαπερνούν το λεξιλόγιο της νέας γενιάς, δεν την διευκολύνουν να επικοινωνήσει ευθέως με τους χυμούς της ρίζας του πολιτισμού από τον οποίο προέρχεται. Καταστρέφουν τη συνέχεια και αποκόπτουν το μέλλον από την ιστορία. Η λεξιμαγνεία που διέπει το δημόσιο λόγο και η γλωσσοπλαστική κυρίως των πολιτικών, των δημοσιογράφων και των επικοινωνιολόγων που αποτυπώνει την επίμονη προσπάθεια της επικοινωνίας να υποκαταστήσει την πολιτική στη ουσία της, μας απομακρύνει από το σκληρό πυρήνα της γλώσσας και του πολιτισμού μας την ώρα μάλιστα που χρειαζόμαστε όσο τίποτε άλλο την επικαιροποίηση του διαχρονικού μας πολιτισμού και των αξιών που αυτός υπηρετεί. Σε ένα περιβάλλον ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης θα επιβιώσουν τα έθνη και οι πολιτισμοί που ξέρουν να σέβονται βέβαια τις ταυτότητες των άλλων, γνωρίζουν όμως και καλλιεργούν πρωτίστως τη δίκη τους πολιτιτιστική ταυτότητα, κεντρικό στοιχείο της οποίας είναι και η γλώσσα. Οπως αποδεικνύει η ίδια η ιστορία η γλώσσα και η πίστη είναι τα δυο στοιχεία που θωρακίζουν τα έθνη, συντηρούν τους πολιτισμούς και προστατεύουν τα κράτη.
Την άποψη αυτή επιτρέψτε μου να την τεκμηριώσω και με ένα βιωματικό παράδειγμα: Πριν μερικά χρόνια, όταν ήμουν ακόμα Υφυπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας γνώρισα τα παιδιά δυο Τούρκων, του Ισμαήλ και του Χασάν. Ο Ισμαήλ ήταν μαραγκός και ο Χασάν υδραυλικός. Δεν γνωριζόντουσαν μεταξύ τους. Έτυχε όμως να συναντηθούν στη Κωνσταντινούπολη, όπου ζούσαν και εργάζονταν και οι δυο με τις οικογένειες τους. Δούλευαν παράλληλα σε μια από τις σουίτες του ξενοδοχείου HILTON που ανακαινίζονταν. Ο Ισμαήλ στην κρεβατοκάμαρα κάρφωνε ένα κρεβάτι και ο Χασάν στο μπάνιο άλλαζε τα υδραυλικά. Ξαφνικά έφυγε το σφυρί από το χέρι του Ισμαήλ και χτύπησε το δάκτυλο του. Αντιδρώντας στον πόνο φώναξε απρόσεκτα και αυθόρμητα «Αχ! Παναγία μου…». Από το άλλο δωμάτιο ο Χασάν απάντησε αμέσως «Ισμαήλ, Τε μέτερον;;;». Η γλώσσα τους πρόδωσε. Οι δυο άντρες ξανασυστήθηκαν. Δεν ήταν απλά Πόντιοι, αλλά ήταν και από το ίδιο χωριό. Οι γονείς τους εξισλαμίστηκαν για να επιβιώσουν και διασκορπίστηκαν κάποτε από τους Τούρκους. Βρέθηκαν τυχαία στην Πόλη.Τα παιδιά τα γνώρισα σε ένα ποντιακό πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας, όπου συμμετείχαν σύλλογοι Ελληνικοί και τα δυο παλληκαριά εκπροσωπούσαν δυο τουρκικούς ποντιακούς συλλόγους.
Όταν ρώτησα τα παιδιά αν είναι μουσουλμάνοι μου είπαν μας έκαναν σουνέτ, μας έδωσαν οι γονείς μας και τουρκικά ονόματα, αλλά μας είπαν να μην ξαναπάμε στο τζαμί. Δεν ξέρω τι είμαστε, Τούρκοι, Έλληνες ; Είμαστε πάντως Πόντιοι και έχουμε τους ίδιους χορούς και την ίδια γλώσσα με εσάς. Δεν υπήρξε για μένα ως άνθρωπο, ως Έλληνα και κυριως ως πολιτικό, μεγαλύτερη επιβεβαίωση για τη δύναμη της γλώσσας μας.