ΕΛΛΑΔΑ

Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας: Σφαγές, λεηλασίες, προσφυγιά

Η πιο θλιβερή επέτειος της ελληνικής ιστορίας, που μπορεί να συγκριθεί, ίσως, μόνο αυτήν της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1453, είναι η σημερινή: 14 Σεπτεμβρίου 1922, η Μικρασιατική Καταστροφή. Η καταστροφή της Σμύρνης που έγινε μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου που οδήγησε στη στρατιωτική ήττα και συντριβή, αλλά κυρίως στον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από την Ιωνική γη.

Οι σφαγές, λεηλασίες και η προσφυγιά που ακολούθησαν, αποτελούν το αποκορύφωμα μιας συστηματικής προσπάθειας εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου από τα χώματα της Μικρά Ασίας, που έβαλε τέρμα στην τρισχιλιετή παρουσία του στην πέραν του Αιγαίου Ελλάδα, μια περιοχή όπου αναπτύχθηκε η ωριμότερη φάση του ελληνικού πολιτισμού την τερατώδη αυτή γερμανική σύλληψη πρώτοι οι Νεότουρκοι ανέλαβαν να κάνουν πράξη. Και κοντά στις βάρβαρες ασιατικές μεθόδους του βίαιου εξισλαμισμού, του γενιτσαρισμού και των κατά τακτά διαστήματα φυλετικών εκκαθαρίσεων ήρθε να προστεθεί η τευτονική ψυχρή μεθοδικότητα με τη λειτουργία των περίφημων ταγμάτων εργασίας.

Η Γενοκτονία των Ελλήνων είναι η σκόπιμη και συστηματική εξόντωση, μέχρι το 1923, των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Μικρά Ασίας (κυρίως της Ιωνίας, Καππαδοκίας, Πόντου, Βιθυνίας), αρχής γενομένης με τη Σφαγή του Οικονομείου στις 25 Ιανουαρίου 1913, από τους μηχανισμούς της οθωμανικής κυβέρνησης των εθνικιστών Νεότουρκων και του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ. Θεωρείται μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες.

Η γενοκτονία των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε παράλληλα και κατά τον ίδιο τρόπο όπως με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλ. των Αρμενίων και των Ασσυρίων. Οι εκτιμήσεις για τις ανθρώπινες απώλειες την περίοδο από το 1912 ως το 1922 ξεκινούν από 200-300 χιλιάδες και φτάνουν, κατά ορισμένους Έλληνες μελετητές τις 800.000 – 1.200.000 ψυχές.

O πρέσβης των Hνωμένων Πολιτειών στην Kωνσταντινούπολη Henry Morgenthau στο έργο του «Ambassador Morgenthau’s Story» (1918) τονίζει: «Οι Αρμένιοι δεν είναι ο μοναδικός υπό τουρκικό έλεγχο λαός, ο οποίος υπέφερε στα πλαίσια της πολιτικής «Η Τουρκία για τους Τούρκους». Την ιστορία που διηγήθηκα για τους Αρμένιους, θα μπορούσα να την έλεγα, με μερικές παραλλαγές, για τους Έλληνες και τους Ασσύριους. Πραγματικά, οι Έλληνες ήταν τα πρώτα θύματα αυτής της εθνικιστικής ιδέας». Στις 20 Μαρτίου 1922, ο Άγγλος διπλωμάτης Ρέντελ συνέταξε ένα μνημόνιο για τις τουρκικές ωμότητες σε βάρος των χριστιανών από το 1919 κι έπειτα. Στο προοίμιο αυτού του μνημονίου αναφέρεται:

«Η επίτευξη της ανακωχής με την Τουρκία, στις 30 Οκτωβρίου 1918, φάνηκε να επέφερε μια προσωρινή παύση των διωγμών των μειονοτήτων εκ μέρους των Τούρκων, που διαπράχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στην επιδίωξη αυτών των διωγμών, είναι γενικώς αποδεκτό … ότι πάνω από 500.000 ‘Έλληνες εξορίστηκαν, εκ των οποίων συγκριτικώς ελάχιστοι επέζησαν…»

Η τύχη των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ύπαρξης της, συνδέεται άμεσα με την κορύφωση του τουρκικού εθνικισμού, όπως εκφράστηκε από την ιδεολογία των Νεότουρκων. Το κίνημα των τελευταίων, που ξέσπασε το 1908, υπήρξε αποφασιστικό σημείο στην τουρκική ιστορία και ταυτόχρονα σταθμός για την πορεία του Ελληνισμού της χώρας.

Ο τίτλος που έφερε το κόμμα των Νεότουρκων «Ένωση και Πρόοδος», ήταν κατάλληλος για να συγκινήσει όλα τα έθνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς όμως να δημιουργεί δεσμεύσεις για τους Νεότουρκους. Αλλά η αισιόδοξη ερμηνεία του όρου «Ένωσης», δηλαδή της ενότητας των υπηκόων της Αυτοκρατορίας, είχε ερμηνευτεί από τους Νεότουρκους ως αφομοίωση των μειονοτήτων με βίαιη κρατική παρέμβαση και όχι τελικά ως παράλληλη ειρηνική διαβίωση.

Τα σχέδια για ένα μονοεθνικό τουρκικό κράτος προανάγγειλε το στέλεχος των νεοτούρκων Ναζίμ μπέης σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε και στην «Αθήναι», την 8/9/1908. Στην ουσία, πολλά μέτρα που αναγγέλθηκαν προς όφελος, θεωρητικά, της ισότητας, αποδείχτηκαν τελικά στην πράξη μέσα καταπίεσης των Ελλήνων υπηκόων της Αυτοκρατορίας, όπως η υποχρεωτική στράτευση και η άρση των προνομίων των κοινοτήτων.

Παράλληλα, η εδαφική συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκάλεσαν περαιτέρω έξαρση του τουρκικού εθνικισμού, ενώ οι μειονότητες της χώρας αντιμετωπίζονταν με απροκάλυπτη εχθρότητα. Κατά το διάστημα εκείνο (1908-1912) ξέσπασαν σειρά από εξεγέρσεις και πόλεμοι, όπως με την Ιταλία και τις χριστιανικές χώρες των Βαλκανίων (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος).

Επιπρόσθετος λόγος, που προκάλεσε τη γενοκτονία, ήταν και ο οικονομικός παράγοντας. Μεγάλο μέρος του εμπορίου και της βιομηχανίας είχε συγκεντρωθεί στα χέρια των Ελλήνων, γεγονός που αποτελούσε εμπόδιο στην επιδίωξη των Γερμανών να ολοκληρώσουν την οικονομική διείσδυση στην υπανάπτυκτη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Προς αυτό το σκοπό, προπαγανδιστικά φυλλάδια της Γερμανικής Τράπεζας Παλαιστίνης, το 1915, προέτρεπαν τους Τούρκους να μην έχουν καμία οικονομική σχέση με Έλληνες και Αρμένιους. Γερμανοί στρατιωτικοί υπέδειξαν τον εκτοπισμό των ελληνικών πληθυσμών της ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με σκοπό τη συστηματική μεθόδευση της μαζικής μεταφοράς χιλιάδων Ελλήνων, θεωρητικά για «στρατιωτικούς λόγους», που στην εφαρμογή του, αποσκοπούσε στη φυσική τους εξόντωση.

Προοίμιο αυτών των πολιτικών ήταν ο εμπορικός αποκλεισμός της περιόδου 1909-1911, ενώ τον Ιούλιο του 1913 εγκαθιδρύθηκε δικτατορία από το νεοτουρκικό κομιτάτο. Η έναρξη γενικευμένων διωγμών ξεκίνησε κατά τα τέλη του 1913, με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, ενώ αρχικός στόχος ήταν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης. Με την καθοδήγηση όμως Γερμανών συμβούλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορία, από τον Μαϊού του 1914, οι διώξεις επεκτάθηκαν επίσης και στη δυτική Μικρά Ασία.

Η φλεγόμενη Φώκαια, κατά τη διάρκεια των σφαγών από τουρκικές συμμορίες ατάκτων. Ο εκτοπισμός των Ελλήνων κατοίκων από αυτές τις περιοχές έγινε με το πρόσχημα της ασφάλειας των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Ελλάδα, με την παράλληλη υποστήριξη Γερμανών. Όμως το ελληνικό κράτος, εκείνη την εποχή, ήταν ουδέτερο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν γερμανόφιλος. Παρ’ όλα αυτά οι ελληνικές κοινότητες, ανεξαιρέτως, θεωρούνταν ύποπτες στις τουρκικές Αρχές.

Σε διαταγή της Οθωμανικής Κυβέρνησης στις 14 Μαΐου 1914, η οποία διοχετεύτηκε στον ευρωπαϊκό τύπο, δίνονταν οδηγίες για τη διεξαγωγή του εκτοπισμού του ελληνικού πληθυσμού, ενώ υπενθυμίζονταν ότι έπρεπε οι εκτοπισμένοι να υπογράψουν πιστοποιητικά ότι εγκαταλείπουν ηθελημένα τα σπίτια τους. Για τους εκτοπισμούς φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι εμπνευσμένες από Γερμανούς συμβούλους. Ήδη από το τέλος του 1913 τη στρατιωτική διοίκηση της Τουρκίας είχε αναλάβει ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς.

Ο τελευταίος θεώρησε ως επιτακτική ανάγκη την απομάκρυνση από τις περιοχές που γειτνιάζουν με την Ελλάδα, δηλαδή τα δυτικά μικρασιατικά παράλια, των ελληνικών πληθυσμών. Η ζώνη που έπρεπε να εκκενωθεί από τους Έλληνες ξεκινούσε από την περιοχή του Αδραμύττιου, βόρεια, ως και απέναντι από τη Σάμο, ενώ συπεριελάμβανε και μερικές δεκάδες χιλιόμετρα προς την ενδοχώρα.

Η επιχείρηση της εκκένωσης εκδηλώθηκε συντονισμένα και ομοιόμορφα σε όλους τους οικισμούς. Αρχικά σημειώθηκε οργανωμένη ανθελληνική εκστρατεία στον τουρκικό τύπο και εντάθηκαν οι πιέσεις ώστε να προκληθεί εκούσια φυγή των ελληνικών πληθυσμών. Ταυτόχρονα, δίνονταν οπλισμός στον τουρκικό πληθυσμό, ενώ απαγορεύονταν η κατοχή όπλων στους Έλληνες. Επίσης, δημιουργήθηκε πρόχειρη χωροφυλακή, αμιγώς από Τούρκους, για να αναλάβει την επιχείρηση της εκκένωση. Τελικά, όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν προς την Ελλάδα, που δέχτηκε εκείνο το διάστημα το πρώτο κύμα προσφύγων, εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.

Ο συνολικός αριθμός των εκτοπισμένων από τη δυτική Μικρά Ασία (πριν εισέλθει η Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), σύμφωνα με στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν 153.890 Έλληνες, σε αυτή τη φάση των διωγμών. Το ελληνικό στοιχείο εκδιώχθηκε τότε κυρίως από την περιοχή της Ερυθραίας, το Αδραμύττιο, το Δικελί, την Πέργαμο και τη Φώκαια. Μάλιστα, στη Φώκαια η επιχείρηση εκκένωσης, συνοδεύτηκε από ακρότητες και σφαγές κατά του άμαχου πληθυσμού.

Από την άλλη πλευρά, ο Ελληνισμός των μεγάλων αστικών κέντρων, Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης, δεν εκτοπίστηκε λόγω πρακτικών δυσκολιών που συναντούσε το εγχείρημα. Όμως δηλώσεις Οθωμανών αξιωματούχων προκαλούσαν ιδιαίτερο πανικό για το μέλλον των κοινοτήτων των αστικών αυτών κέντρων, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός να τα εγκαταλείψει.

Παράλληλα, ο οικονομικός αποκλεισμός, οι διώξεις κατά συγκεκριμένων προσωπικοτήτων και η άρση των παλιών προνομίων των κοινοτήτων, δημιούργησαν κλίμα τρομοκρατίας, ενώ στις 22 Αυγούστου, πολιορκήθηκε το μητροπολιτικό μέγαρο στη Σμύρνη που τελικά κατέληξε σε εξορισμό του Μητροπολίτη Χρυσόστομου από τις οθωμανικές αρχές. Χαρακτηριστικό της εγκατάλειψης ήταν και η μείωση του αριθμού των μαθητών των ελληνικών σχολείων της Κωνσταντινούπολης κατά 30%-40%.

Η ελληνική αντίδραση για τους διωγμούς εκδηλώθηκε σε έντονο ύφος με δύο ρηματικές διακοινώσεις στις οθωμανικές αρχές. Ειδικά η δεύτερη είχε ως αποτέλεσμα να αναβληθεί η εκκένωση του Αϊβαλίου. Εκείνη την εποχή συμφωνήθηκε, σε διπλωματικό επίπεδο, η δημιουργία μεικτής επιτροπής, με σκοπό την ανταλλαγή Ελλήνων της Μικράς Ασίας, με Τούρκους των περιοχών που είχε ενσωματώσει η Ελλάδα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.

Αλλά και μετά τη συγκρότηση της επιτροπής οι διωγμοί των ελληνικών πληθυσμών δεν έπαυσαν. Μάλιστα οργανωμένες συμμορίες ατάκτων, καθώς και η πρόχειρη τουρκική χωροφυλακή, βρίσκονταν πολλές φορές εκτός ελέγχου, και εκτελούνταν δολοφονίες. Παράλληλα, η κωλυσιεργία της Υψηλής Πύλης στο θέμα της αναγνώρισης της κινητής περιουσίας των ελληνικών πληθυσμών οδήγησε σε ναυάγιο το εγχείρημα που είχε αναλάβει η επιτροπή. Διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν ακόμη και μέσα από το Οθωμανικό Κοινοβούλιο, από τον βουλευτή Αϊδινίου, Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη, για τη συνέχιση των διωγμών.

Η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σήμανε και την έναρξη νέων κυμάτων διωγμών. Αρχικά εφαρμόστηκαν σειρά από οικονομικά μέτρα, για την ικανοποίηση των αναγκών του πολέμου. Πέρα από την κατάργηση των διομολογήσεων, πραγματοποιήθηκαν επιτάξεις με καθαρά εθνικές διακρίσεις εντός του πληθυσμού, ενώ επιτάσσονταν, θεωρητικά για τις πολεμικές ανάγκες, ακόμη και είδη πολυτελείας. Το 1915, η οθωμανική κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να θέσει το εμπόριο αποκλειστικά σε τουρκικά χέρια, ίδρυσε στη Σμύρνη μια αποκλειστικά μουσουλμανική εταιρεία, που ασκούσε το μονοπώλιο στις εισαγωγές και εξαγωγές.

Επιπρόσθετα, οι οθωμανικές αρχές απαίτησαν την απόλυση όλων των Ελλήνων που απασχολούνταν σε ξένες επιχειρήσεις στη Σμύρνη και την αντικατάστασή τους με Μουσουλμάνους. Ένα ακόμη σημαντικό μέτρο που ενεργοποίησε τη επόμενη φάση των μαζικών εξοντώσεων, ενώ αρχικά φαινόταν ως μέτρο προώθησης της ισότητας των μειονοτήτων, ήταν η στρατιωτική θητεία. Το διάταγμα για τη μαζική στρατολόγηση, αφορούσε όλους τους Οθωμανούς υπηκόους από 20 έως 45 ετών, ενώ υπήρχε η δυνατότητα εξαγοράς.

Όμως όσοι ήταν πάνω από 45 ετών, υποχρεώθηκαν να εργαστούν στα περιβόητα “Τάγματα Εργασίας”, το οποία στην ουσία ήταν στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εξόντωση των ελληνικών, αλλά και των άλλων χριστιανικών πληθυσμών της χώρας. Δηλαδή, για τις μεγαλύτερες ηλικίες η στρατιωτική θητεία υποκαταστάθηκε με καταναγκαστικά έργα σε λατομεία, ορυχεία, δρόμους και αγρούς.

Οι πορείες προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, πραγματοποιούνταν σε άθλιες συνθήκες, ενώ όσοι επιβίωναν της απάνθρωπης πεζοπορίας και των επιδημιών, κατέληγαν και οδηγούνταν υποσιτισμένοι στα βάθη της Μικράς Ασίας, σε Άγκυρα, Ικόνιο, Σεβάστεια, Ερζερούμ ή Μερσίνη. Σύμφωνα με την έκθεση Ελλήνων βουλευτών της τουρκικής βουλής που υποβλήθηκε το 1918, τα θύματα των διωγμών συνολικά, νεκροί και εκτοπισμένοι υπολογίζονται σε 750.000.

Οι εκτοπίσεις ελληνικών πληθυσμών στη δυτική Μικρά Ασία γενικεύτηκαν από τη στιγμή που ξεκίνησε η πολεμική επιχείρηση στα Δαρδανέλλια, τον Φεβρουάριο του 1915. Οι μετατοπίσεις εξυπηρετούσαν τη δημιουργία αμιγώς τουρκικών πληθυσμών στην περιοχή. Μάλιστα στους εκτοπισμένους ανακοινωνόταν ότι το μέτρο αυτό ήταν αναγκαίο λόγω του υποτιθέμενου κινδύνου από τον συμμαχικό στόλο. Όμως αμέσως μετά την αποχώρησή τους, τουρκικοί πληθυσμοί από γειτονικές περιοχές καταλάμβαναν τα σπίτια τους. Από τη συντονισμένη εκτέλεση του μέτρου αυτού σε όλους τους οικισμούς της περιοχής διαφαίνεται ότι μεθοδεύτηκε από κεντρικό όργανο της οθωμανικής εξουσίας.

Η τουρκική χωροφυλακή εμφανιζόταν στους υπό διωγμό οικισμούς με ρητές διαταγές από την οθωμανική διοίκηση. Πραγματοποιούνταν άμεσα η συγκέντρωση των κατοίκων σε κάποιο κεντρικό σημείο (συνήθως στην πλατεία) και από εκεί διατάζονταν απ’ ευθείας για αναχώρηση προς άγνωστο σημείο. Οι εκτοπισμένοι απαγορεύονταν αυστηρά να μεταφέρουν μαζί τους τρόφιμα, ρούχα ή στρώματα. Η εποχή που πραγματοποιούνταν οι εκτοπισμοί, ήταν συνήθως κατά τους χειμερινούς μήνες, με δυσμενείς καιρικές συνθήκες.

Κατά τη διάρκεια της πεζής πορείας πραγματοποιούνταν σταθμεύσεις μόνο σε ακατοίκητες περιοχές στο ύπαιθρο, ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο οι εκτοπισμένοι να εφοδιαστούν. Επίσης, απαγορεύονταν η περιποίηση των αρρώστων και η ταφή των νεκρών. Ιδιαίτερα, με θάνατο τιμωρούνταν η ελεημοσύνη από ομογενείς και η παροχή ασύλου στα εγκαταλειμμένα βρέφη.

Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, επιβάλλονταν η απολύμανση όλων σε οθωμανικά λουτρά (χαμάμ) και αμέσως μετά η έκθεση στην παγωμένη ύπαιθρο για επιθεώρηση και ιατρική εξέταση. Εκεί πραγματοποιούνταν και οι “εκκαθαρίσεις”, μεταξύ των εκτοπισμένων, μέτρο που αποδίδεται σε γερμανική εισήγηση. Η πορεία συνεχίζονταν από τους εναπομείναντες, με πλήρη ασιτία.

Προκειμένου να αποφύγουν, όσοι είχαν τη δυνατότητα, τα Τάγματα Εργασίας είτε εξαγόραζαν τη θητεία τους ξεπουλώντας όμως σε αυτή την περίπτωση την περιουσία τους, είτε, ιδιαίτερα οι φτωχότεροι, κατέφευγαν στα βουνά και χαρακτηρίζονταν λιποτάκτες από τις αρχές. Όμως οι συγγενείς τους αναγκάζονταν να υποστούν σκληρά αντίποινα, επομίζωμενοι βαρύτατες ευθύνες. Μάλιστα τον Μάρτιο του 1916, νέος οθωμανικός νόμος καταργεί την εφάπαξ εξαγορά της θητείας και θεσπίζει ετήσιο φόρο με αναδρομικό χαρακτήρα.

Ως απόρροια αυτού του μέτρου, σημειώθηκαν χιλιάδες λιποταξίες, αλλά ακολούθησε αμείλικτη αντίδραση με κύμα εκτελέσεων από τους Τούρκους. Πάντως, σε σχέση με τη Γενοκτονία των Αρμενίων, που διέπραξαν οι οθωμανικές αρχές κατά τα προηγούμενα έτη, για την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμού, προτιμήθηκαν λύσεις που θα οδηγούσαν στον αργό, αλλά σταδιακό, αφανισμό, προκειμένου να αποφευχθεί, όσο το δυνατόν, η διεθνής κατακραυγή από το νέο κύμα ωμοτήτων.

Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, σε αυτό το στάδιο, ξεκίνησαν από τη βορειοδυτική Μικρά Ασία (περιοχή Μαρμαρά) και επεκτάθηκαν στην Ιωνία, νοτιοδυτική Μικρά Ασία και τον Πόντο. Το φθινόπωρο του 1914 εκκενώθηκαν 70 οικισμοί στην περιοχή της Μάκρης και του Λιβισίου, ενώ οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες κατοίκους, με την πίεση συνεχών διωγμών από την τουρκική χωροφυλακή, πέθαναν από ασιτία σε περιβάλλον απομόνωσης. Τον Φεβρουάριο του 1916 εκτοπίστηκαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Νέας Εφέσου και ακολούθησαν τους επόμενους μήνες, του Γκιουλ Μπαξέ και του Γιατζιλάρ.

Κατά την άνοιξη του επόμενου έτους, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις επεκτάθηκαν στο Αϊβαλί, το οποίο είχε εξαιρεθεί κατά την πρώτη περίοδο των διωγμών. Πάνω από 20.000 κάτοικοι αναγκάστηκαν σε πορεία προς την ενδοχώρα, όπου μεγάλος μέρος πέθανε από τις κακουχίες και τις ακρότητες που υπέστη από τουρκικά τμήματα. Μάλιστα το γεγονός ότι η επιχείρηση εκκαθάρισης του Αϊβαλίου πραγματοποιήθηκε ύστερα από γερμανική εντολή, έκανε αμφίβολο το μέλλον του γερμανόφιλου Έλληνα βασιλιά Κωνσταντίνου.

Μέχρι και τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ελληνισμός του Πόντου βρισκόταν σε οικονομική άνθηση, αλλά με το ξέσπασμά του, είχε την ίδια τύχη με την υπόλοιπη Μικρά Ασία, με εκκενώσεις οικισμών, τάγματα εργασίας, εκτελέσεις λιποτακτών και με αντίποινα στις οικογένειές τους. Όμως η γεωστρατηγική θέση της περιοχής, κοντά στις επιχειρήσεις του ρωσσο-τουρκικού μετώπου, είχε ως επακόλουθο να δοκιμαστεί πιο έντονα. Ιδιαίτερα η τουρκική ήττα στην περιοχή, στο Σαρικαμίς το 1915, αποδόθηκε στους Έλληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό. Ως συνέπεια αυτού, όλοι οι στρατολογημένοι Πόντιοι εξαναγκάστηκαν σε στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας.

Έτσι δεν άργησαν να εκδηλώνονται κύματα λιποταξίας, με τον κόσμο να καταφεύγει στα βουνά. Μάλιστα στην επαρχία Κερασούντας, για αυτό τον λόγο, κάηκαν 88 χωριά ολοσχερώς μέσα σε τρεις μήνες. Οι Έλληνες της επαρχίας, περίπου 30.000, αναγκάστηκαν να διανύσουν πεζή πορεία προς την Άγκυρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αναπόφευκτα το ένα τέταρτο αυτών πέθαναν καθ’ οδόν.

Οι διώξεις προκάλεσαν τη δημιουργία θυλάκων αντίστασης από τους Πόντιους. Τελικά οι διώξεις εντάθηκαν με την έκδοση διατάγματος, τον Δεκέμβριο του 1916, που προέβλεπε την εξορία όλων των ανδρών από 18 ως 40 ετών και τη μεταφορά των γυναικόπαιδων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου ξεκίνησε από την Άνω Αμισό και στην Μπάφρα. Στην επαρχία Αμάσειας 72.375 Έλληνες, από τους συνολικά 136,768, εκτοπίστηκαν, από τους οποίους το 70% πέθανε από τις κακουχίες.[18] Πολλοί Πόντιοι θέλησαν να αντισταθούν οργανώνοντας, στις ορεινές εκτάσεις του Πόντου, αντάρτικα εναντίον του τακτικού στρατού, όπως στη Σάντα.

Στον Άγιο Γεώργιο Πατλάμ της Κερασούντας είχαν συγκεντρωθεί 3.000 Έλληνες, οι οποίοι έγκλειστοι και σε συνθήκες ασιτίας από τις οθωμανικές αρχές, βρήκαν αργό θάνατο. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εξορίστηκαν συνολικά 235.000 Πόντιοι, ενώ 80.000 μετανάστευσαν στη Ρωσία. Πάντως, λιγότερο έντονες ήταν οι διώξεις που υπέστησαν, τότε, οι Έλληνες του ανατολικού Πόντου, στην περιοχή της Τραπεζούντας, κυρίως λόγω της ικανότητας του μητροπολίτη Χρύσανθου να συνδιαλλάσσεται με τις τοπικές αρχές, αλλά και από το γεγονός ότι από τον Απρίλιο του 1916 η περιοχή καταλήφθηκε από τον ρωσικό στρατό.

Στο 1998 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Τον Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων.

Οι τουρκικές κυβερνήσεις αρνούνται πως υπήρξε γενοκτονία και τοποθετούν επισήμως το θάνατο των Ελλήνων στα πλαίσια των ευρύτερων απωλειών του πολέμου, του λιμού ή άλλων κοινωνικών αναταράξεων. Στα πλαίσια της πολιτικής άρνησης των γενοκτονιών των Ελλήνων, όπως και των Αρμενίων και Χριστιανών Ασσυρίων, το τουρκικό κράτος χρηματοδοτεί στο εξωτερικό ενέργειες που αντισταθμίζουν, ελαχιστοποιούν, σχετικοποιούν και υποβαθμίζουν αυτές τις γενοκτονίες.

Πηγή

 

Di-zine clothing

Ιστορικό

Θρακική Αγορά FB

Μedia Group

Ο Ποπολάρος