Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἑρμηνεύοντας τὸν μακαρισμό: «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης…» παρατηρεῖ ὅτι: « Ἰδοὺ τὸ πέρας τῶν κατὰ τὸν θεὸν ἀγώνων τὸ τῶν πόνων γέρας τὸ τῶν ἱδρώτων ἔπαθλον τὸ τῆς ἐν οὐρανοῖς βασιλείας ἀξιωθῆναι…».
Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος στήν πρὸς Διόγνητον ἐπιστολήν, λέγει γιά τοὺς διωκομένους: « Ἀγαπῶσι πάντας καὶ ὑπὸ πάντων διώκονται… Ἀγνοοῦνται καὶ κατακρίνονται… Θανατοῦνται καὶ ζωοποιοῦνται… Πτωχεύουσι καὶ πλουτίζουσι πολλούς… Ἀτιμοῦνται καὶ ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται… Βλασφημοῦνται καὶ δικαιοῦνται… Λοιδοροῦνται καὶ εὐλογοῦσιν… Πολεμοῦνται καὶ διώκονται καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ μισοῦντες οὐκ ἔχουσιν…».
Ἡ τοπικὴ μας Ἐκκλησία μὲ πρωτοβουλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Παντελεήμονος τελεῖ τὸ μνημόσυνο τῶν τεσσάρων Ἐθνομαρτύρων κληρικῶν καὶ τῶν σύν αὐτοῖς ἀναιρεθέντων. Ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ σὰν ἂσβεστη κανδήλα τή μνήμη καὶ τὴν ἱστορία, διότι οἱ καιροὶ εἶναι σκοτεινοὶ καὶ ζοφεροὶ καὶ ὁ πόλεμος ἐναντίον ἰδανικῶν καὶ ἀξιῶν μαίνεται ἀνεξέλεγκτος.
Ἡ προβολὴ προτύπων εἶναι ἐπιτακτικὴ καὶ ὄχι πρότυπα γενικὰ καὶ ἀόριστα, ἀλλά πρότυπα ἔργων καὶ ὄχι κενῶν λόγων. Τέτοια πρότυπα εἶναι οἱ ἐθνομάρτυρες καὶ σὲ αὐτοὺς ταιριάζουν τὰ λόγια τοῦ Λόρδου Βύρωνος: «Ποτὲ δεν ἀποτυχαίνουν αὐτοί που πεθαίνουν γιά ἕνα μεγάλο σκοπό.»
Οἱ σήμερα τιμώμενοι ἐθνομάρτυρες ἔμαθαν ἀπὸ πολὺ νωρίς, ποιός εἶναι ὁ μεγάλος σκοπός καὶ πορεύτηκαν μὲ φόβο Θεοῦ καὶ μὲ προσήλωση στά ἰδανικὰ τους. Ἤξεραν αὐτό που ἔλεγε σὲ μία ἂλλη περίπτωση ὁ ἥρωας Μακεδονομάχος Παῦλος Μέλας σὲ ἓναν Εὐέλπιδα: «Ἡ ζωὴ εἶναι πόλεμος. Ἡ γῆ σου εἶναι φρούριο καὶ χρέος σου ἡ Νίκη. Μὴ μιλᾶς, νά σκέφτεσαι, νά ἀγαπᾶς, νά μὴν πονᾶς. Ἓνας εἶναι ὁ σκοπός σου: ὁ πόλεμος γιά τὰ ἰδανικὰ σου, γιά τὰ ἑλληνικὰ ἰδανικὰ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ… Ἄνδρες που περπατοῦν στή ζωὴ εὐθυτενῶς καὶ μὲ γαλήνη μαθημένοι νά πονοῦν χωρὶς νά ὑποφέρουν, νά νικοῦν χωρὶς νά θριαμβολογοῦν, νά νικῶνται χωρὶς νά μοιρολογοῦν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ πραγματικοὶ ἄντρες θεμέλια γενεῶν!» (Παῦλος Μέλας)
Αὐτοὶ οἱ πρόγονοί μας ἔζησαν τὸν πόνο, τὸν ξεριζωμό, τὴν ἀδικία, τὶς κακουχίες. Ὅμως κουβαλοῦσαν στίς καρδιὲς τους Χριστὸ καὶ πατρίδα. Ὅπου κι ἂν πῆγαν μεγαλούργησαν μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ ἦθος. Μὲ σοφία καὶ σύνεση καὶ κυρίως μὲ ὑπομονὴ καρτερική. Αὐτὴ ἡ ὑπομονὴ γινόταν θάρρος που τοὺς ἔκανε λιοντάρια δυνάμεως καὶ κυρίως νά μὴ φοβοῦνται οὔτε τὸν θάνατο.
Ἂν ἀντιπαραβάλλουμε τή σημερινή κοινωνία που ἀποφεύγει τὸν πόνο, που ἡ ὑπομονὴ εἶναι ἄγνωστη λέξη καί που ὁ θάνατος εἶναι ὁ μεγαλύτερος φόβος, ποὺ να χωρέσει ἡ ἔννοια τῆς αὐτοθυσίας χάριν τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος; Ὅμως ὁ Θεὸς πάντοτε φανερώνει γενναίους που φωτίζουν τὰ σκοτάδια τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀναδεικνύονται ἐμψυχωτὲς καὶ ὁδηγοί. Τέτοιοι ἐμψυχωτὲς εἶναι οἱ σήμερα τιμώμενοι ἐθνομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἀνεδείχθησαν καί στά δύσκολα χρόνια 1941- 1944.
Λίγα λόγια γιά τὸν καθένα ξεχωριστὰ εἶναι καθῆκον τιμῆς καὶ μνήμης.
Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1941 οἱ Γερμανοὶ παραχώρησαν τὴν διοίκηση καὶ τῆς δυτικῆς Θράκης στούς ἐθνικιστὲς Βούλγαρους καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισε γιά μία ἄκομα φορὰ ἓνας ἀνηλεὴς διωγμὸς ἐναντίον τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, διότι δέν ἀσπάζονταν τὸν Βουλγαρισμὸ καὶ δέν προχωροῦσαν στήν μέχρι τότε σχισματικὴ ἐθνοφυλετικὴ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας. Εἶναι πολὺ λυπηρὸ γεγονὸς, ὅτι οἱ διῶκτες ἦταν Ὀρθόδοξοι. Ἡ Μητρόπολή μας εἶχε τὰ πρῶτα θύματα ἐξαιτίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεώς τους στά ἄνομα σχέδια τῶν Βουλγάρων.
Πρῶτος ἦταν ὁ ἱερεὺς Θεόδωρος Παπαδόπουλος.
«Γεννήθηκε τὸ 1880 στό χωριὸ Μοσχονιὰ τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Χειροτονήθηκε ἱερέας τὸ 1910 στήν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ τή Μικρασιατικὴ καταστροφή καὶ τὴν ἀνταλλαγή, ἦρθε στή Ροδόπη. Τὸ 1926 διορίστηκε ἐφημέριος στόν Αἴγειρο. Ζοῦσε μὲ φόβο Θεοῦ. Ἡ πραότητα, τὸ φίλεργον καὶ φιλανθρωπία του εἶχε κερδίσει τίς ψυχὲς τοῦ ποιμνίου του. Τὸ 1941 ἀμέσως μετὰ τὴν ἂφιξη τῶν Βουλγάρων, στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα πῆγε στό σπίτι του καὶ ἀναζητοῦσε ὅπλα καὶ παρόλο που ἦταν κλινήρης, τὸν βασάνισαν. Μετὰ τὴν κακοποίηση στίς 22 Ἰουνίου τοῦ 1941 παρέδωσε τὴν ψυχὴ του εἰς Κύριον, σὲ ἡλικία 64 ἐτῶν. Ἐτάφη στόν προαύλιο χῶρο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Αἰγείρου.»
Δεύτερος ἦταν ὁ ἱερεὺς Δημήτριος Καβάζης.
«Γεννήθηκε στήν Κεσσάνη τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης τὸ 1890. Μετὰ τὴν ἀνταλλαγὴ ἐγκαταστάθηκε στό χωριὸ Κρωβύλη τοῦ Νόμου Ροδόπης, ὅπου νυμφεύθηκε. Τὸ 1931 χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μαρωνείας Ἄνθιμο καὶ διορίστηκε ἐφημέριος στήν Κρωβύλη. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1941 οἱ Βούλγαροι πῆραν τὰ κλειδιά τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἀπαγόρευσαν νά λειτουργεῖ. Ἀργότερα τοῦ ἐπέτρεψαν νά ἱερούργησει σέ τρία χωριά: Κρωβύλη, Ἀετοκορυφή καὶ Μαρώνεια. Ὡς κυρίαρχοι ἤθελαν νά τὸν πείσουν νά λάβει βουλγαρικὴ ὑπηκοότητα καὶ νά προσχωρήσει στήν σχισματικὴ Ἐκκλησία- ἐξαρχία. Ὁ π. Δημήτριος ὃμως ἦταν ἀνυποχώρητος καὶ στέρεος στήν πίστη καὶ στὴν πατρίδα του. Οἱ Βούλγαροι τοῦ ζήτησαν νά παραδώσει τὰ ὅπλα που ἔκρυβε. Δοκίμασε ὅλη τὴν βαρβαρότητά τους. Ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στό ἔδαφος καὶ τὸν τσαλαπατοῦσαν στό στῆθος, ἔφτασαν στό σημεῖο νά πεταλώσουν τὰ πέλματά του! Ὑπέφερε τόσο πολύ που σχεδὸν σερνόταν γιά νά ἐκτελέσει τὰ καθήκοντά του. Στίς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1944 τὴν πρό τοῦ Ἑσπερινοῦ, οἱ Βούλγαροι μπῆκαν στήν Ἐκκλησία, τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ἔσυραν στό βουνό. Τὸν βασάνισαν ἀπάνθρωπα καὶ ζωντανὸ ἄκομα τὸν ἔριξαν σὲ ἕναν λάκκο στή θέση Τσακὰλ Μπαϊρ Ἰσμάρου καὶ τὸν λιθοβόλησαν. Στίς 29 Ἀπριλίου 1944 παρέδωσε τὴν ψυχὴ του εἰς Κύριον. Ἐτάφη στό προαύλιο τοῦ Ναοῦ τῆς Κρωβύλης.»
Ὁ τρίτος: ὁ ἱερεύς Βαγιάννης Ἐμμανουηλίδης.
«Γεννήθηκε στό χωριὸ Γραβούνα τῆς Κισσάνης τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης τὸ 1872. Γιά 42 ἔτη ὑπηρέτησε τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, 20 ἔτη σὲ διάφορες ἐνορίες τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καὶ μετὰ τὴν ἀνταλλαγή, τὰ ἑπόμενα 22 ἔτη στόν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Γεωργίου Συκορράχης. Καθ΄ ὅλη τή διάρκεια τῆς Βουλγαρικῆς κατοχῆς συνελήφθη καὶ βασανίστηκε πολλὲς φορές. Παρὰ τὸ προχωρημένο τῆς ἡλικίας του παρέμεινε σταθερὸς στό καθῆκον του. Τὸ 1943 συνέλαβαν τὰ παιδιὰ του γιά νά κάμψουν τὸ ἠθικὸ του, ἀλλὰ ἐκεῖνος παρέμεινε σταθερὸς μὲ ἀποτέλεσμα νά τὸν συλλάβουν καὶ νά τὸν κακοποιήσουν βάναυσα. Ἀπεβίωσε στίς 25 Ἰουνίου 1944. Ἐτάφη στό κοιμητήριο τῆς Συκορράχης καὶ μετὰ τὴν ἀποχωρήση τῶν Βουλγάρων ἀπὸ τή Δυτική Θράκη τὰ ὀστᾶ τοῦ βασανισμένου Ἱερέως μετενταφιάστηκαν στό προαύλιο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Συκορράχης.»
Ὁ τέταρτος: ὁ ἱερεὺς Γεώργιος Βουλγαράκης.
« Γεννήθηκε στά Μάλγαρα τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, ἔλαβε μέρος στή Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία καὶ παρασημοφορήθηκε «ἐπ΄ἀνδραγαθίᾳ» καὶ προήχθη στόν βαθμὸ τοῦ λοχία. Μετὰ τὴν ἀνταλλαγὴ ἐγκαταστάθηκε στό χωριὸ τῆς Νέας Ἀδριανῆς. Ἀσχολήθηκε μὲ τή γεωργία, τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Μαρτυρεῖται πως εἶχε ὡραία καὶ μελωδικὴ φωνὴ καὶ ἔψαλε μὲ πίστη καὶ ἁπλότητα. Τὸ 1939 χειροτονεῖται διάκονος καὶ τὸ 1940 πρεσβύτερος. Ὁ π. Γεώργιος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἔγινε στόχος τῆς βαρβαρότητας τῶν Βουλγάρων. Ἀρχικὰ κατηγορήθηκε γιά παράνομη κατοχὴ ὅπλων (συνήθης καί κοινὴ κατηγορία γιά ὅλους…). Στό κοινοτικὸ κατάστημα Νέου Σιδηροχωρίου τὸν χλεύασαν, τὸν βασάνισαν καὶ τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο μὲ τὸ στόμα γεμάτο μώλωπες καὶ πληγές. Τὰ βάσανά του συνεχίστηκαν στό χωριὸ Κόσμιο καὶ ἔμεινε κλινήρης γιά δύο μῆνες. Ἐπιπλέον ἀπαιτοῦσαν νά μάθει τή βουλγαρικὴ γλώσσα γιά νά τελεῖ τή Θεία Λειτουργία. Ὁ π. Γεώργιος μὲ γενναῖο φρόνημα ἀρνήθηκε καὶ τότε τὸν ἔκριναν ἄξιο θανάτου, τὸν χτύπησαν ἀλύπητα καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν ἡμιθανῆ. Ὀκτὼ ἡμέρες ἦταν ἐτοιμοθάνατος. «- Μὴ λυπεῖσθε. Οἱ Βούλγαροι θὰ φύγουν γρήγορα.» Αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα λόγια του πρὶν παραδώσει τὸ πνεῦμα του στόν Κύριο που τόσο ἀγάπησε καὶ ὑπηρέτησε ἕως τέλους. Ἀπεβίωσε στίς 13 Νοεμβρίου 1944 καὶ ἐτάφη στό προαύλιο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Νέου Σιδηροχωρίου. Τὰ λόγια του βγήκαν ἀληθινά, μὰ τὰ Ἐλευθέρια τῆς πατρίδας του ἐκεῖνος τὰ ἑόρτασε στούς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους τόσους καὶ τόσους ἐθνομάρτυρες γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους.
Ἀπὸ τή θέση αὐτή θὰ ἀναφερθῶ καὶ ὀνομαστικῶς σὲ βασανισμένους Ἱερεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης στήν περιοχὴ μας, ὅπως ἀναγράφονται στό πόνημα: «Μάρτυρες Κληρικοὶ 1940-1945» τοῦ Ἀθανασίου Παπαευγενίου, Ἀθήνα 1945.
Ἱερέας Νικόλαος Ζήσης, Ἱερέας Νικόλαος Θεοδωρίδης, Ἱερέας Λάμπρος Θεολογίδης, Ἱερέας Ζαφείρης Καραγκιοζάκης, Ἱερέας Κωνσταντῖνος Λάφτης, Ἱερέας Δημήτριος Μάρρος, Ἱερέας Μηνὰς Μηνόπουλος, Ἱερέας Ἀθανάσιος Παπακωνσταντίνου, Ἱερέας Βασίλειος Παρασχάκης, Ἱερέας Γαβριὴλ Φαρασόπουλος, Ἱερέας Βασίλειος Χατζηπαρασκευάς, Ἱερέας Παῦλος Χρηστίδης, Ἱερέας Νικόλαος Βεζυρόπουλος, Ἱερέας Γεώργιος Κωνσταντινίδης, Ἱερέας Καλλίνικος Καλλέργης, Ἱερέας Κωνσταντῖνος Λυκούδης, Ἱερέας Ἰωαννίκιος Μακαριώτης, Ἱερέας Δημήτριος Παπανικολάου, Ἱερέας Γεῶργιος Τσιμόπουλος, Ἱερέας Κυριάκος Χατζηδήμου.
Τὰ ἀνωτέρω ὀνόματα δημοσιεύτηκαν στήν ἐφημερίδα «Χρόνος» ἀπὸ τὸν κ. Παράσχο Ἀνδροῦτσο στίς 31/10/2020.
Ὁ Μητροπολίτης Μαρωνείας κυρός Τιμόθεος ἀνήγειρε ἕνα μνημεῖο τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης ὑπὲρ τῶν τεσσάρων κληρικῶν. Τὰ ἀποκαλυπτήρια ἔγιναν στίς 24 Μαρτίου 1966. Τὸ 1971, ὕστερα ἀπὸ ἀπαίτηση τῆς ἀρχαιολογικῆς ὑπηρεσίας, μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν πλατεῖα Αὐτοκράτορος Θεοδοσίου, ὃπισθεν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Εἶναι πολλὰ τὰ θύματα που δολοφονήθηκαν ἐκείνη τή ζοφερὴ περίοδο καὶ ἡ Ἐκκλησία τοὺς τιμᾶ καὶ τοὺς θυμᾶται ὅλους. Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων στόν προαύλιο χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Βαρβάρας Κομοτηνῆς ἀνήγειρε μνημεῖο γιά ὅλους τοὺς «ἀδίκῳ θανάτῳ τελειωθέντας καὶ σφαγιασθέντας κληρικούς τε καὶ λαϊκούς ὑπὸ τῶν κατακτητῶν». Καὶ κάθε Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν ἐπιτελεῖται ἱερὸ Μνημόσυνο.
Θὰ κλείσω τὴν τιμητικὴ αὐτὴ προσλαλιὰ μὲ ἕνα ὑπέροχο κείμενο τοῦ π. Βασιλείου Γοντικάκη, Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὅρους. Εἶναι λίγα λόγια προβληματισμοῦ γιά ὅλους μας καὶ ὁ π. Βασίλειος μᾶς βάζει πρὸ τῶν εὐθυνῶν μας.
«Δέν μποροῦμε ἀτιμωρητὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες νά παιδιαρίζωμεν, στηριζόμενοι σὲ ὁποιανδήποτε δικαιολογία ἢ περισσότερο νά αὐθαδιάζωμεν. Ἂν αὐτοί που προηγήθηκαν ἡμῶν καὶ ἔζησαν καὶ τάφηκαν σὲ τοῦτα τὰ χώματα, αὐτοσχεδίαζαν κάνοντας τὸ κέφι τους, τότε θὰ μπορούσαμε καὶ ἐμεῖς νά συνεχίσουμε αὐτοσχεδιάζοντας. Ἂν ὅμως ἔζησαν διαφορετικά, ἂν ἀποφάσισαν νά πεθάνουν καὶ ἔτσι ἔζησαν, ἂν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους ἦταν ἀπόφαση θανάτου, ἂν ὅλη τους ἡ δημιουργία, τὸ ἦθος, ὁ λόγος, τὰ ἔργα, ἡ μορφή, ἡ χειρονομία, τὸ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, ἐξ αὐτῶν εἶναι γεννημένο ἐκ τοῦ θανάτου. Ἀπὸ τὴν θυσία ὅλων γιά νά γεννηθεῖ κάτι καλύτερο ἄλλης φύσεως, ἄλλης ὑφῆς γιά τοὺς ἄλλους καὶ ἐμᾶς ὅλους. Τότε δέν μποροῦμε ἀτιμωρητὶ νά αὐτοσχεδιάζουμε. Ἂν δέν εἶχαν ἀγωνιστεῖ, κλάψει, ὑπομείνει, προσευχηθεῖ, θυσιαστεῖ τόσοι ἄγνωστοι στά βουνὰ, στά νησιὰ καὶ στίς πόλεις… Ἂν δέν εἶχαν στά τραγούδια, στή ζωὴ καὶ τὰ ἤθη τους αὐτὴ τὴν ἀνθρώπιά που σὲ σφάζει. Ἂν δεν ἦταν γενάρχες τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ ἓνας Ἅγιος Κοσμᾶς Αἰτωλὸς καὶ ἓνας Μακρυγιάννης. Ἂν δέν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτὰ στό αἷμα μας, τότε θὰ μπορούσαμε νά κάνουμε ὅ,τι μᾶς κατέβει. Τώρα δέν εἶναι ἔτσι. Τώρα βρισκόμαστε ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ ἁγίῳ. Δέν μποροῦμε νά εἴμαστε ἐπιπόλαιοι. Δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτὸ μας. Ἀνήκουμε σὲ αὐτούς που μᾶς γέννησαν καὶ σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Εἴμαστε χρεωμένοι μὲ πνευματικὴ κληρονομιά. Δέν μποροῦμε νά δικαιολογηθοῦμε σὲ κανέναν, νά ἁπαλλαγοῦμε, οὔτε νά ξεχάσουμε τὸ χρέος μας. Θὰ ἔχουμε νά ἀντιμετωπίσωμε αὐτούς που προηγήθηκαν καὶ αὐτούς που ἔρχονται. Δέν μποροῦμε νά ὑποστείλωμε τή σημαία, νά μετριάσωμε τὸ χρέος, νά ξεκουραστοῦμε σὲ ἄλλο χῶρο, μὲ ἄλλο τρόπο, παρὰ μόνο πάνω σὲ Σταυρὸ Θυσίας.
Εὔχομαι καὶ προσεύχομαι πάντοτε νά στεκόμαστε στό ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ νά εἴμαστε εὐγνώμονες στούς προγόνους που ἀγωνίσθηκαν μὲ φόβο Θεοῦ γιά νά εἴμαστε ἐλεύθεροι Ἕλληνες καὶ Ὀρθόδοξοι.
Αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν!
Ἀρχιμανδρίτης Πορφύριος Σοφὸς
1 Νοεμβρίου 2020