Άγιου Βασίλης έρχιτι από την Καισαρεία, βαστάει εικόνα κι χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
του καλαμάρι έγραφι κι του χαρτί μιλούσι, Βασίλη μ’ πόθιν έρχισι κι πόθιν κατηβαίνεις
Από τη μάνα μ’ έρχομι κι στο σχολειό πηγαίνω, κάτσε να φάς κάτσε να πιείς, κάτσε να τραγουδήσεις
Ιγώ γράμματα μάθηνα τραγούδια δεν ηξέρω, και σαν ηξέρεις γράμματα πες μας την αλφαβήτα
Κι στο ραβδί τ’ ακούμπησε να πει την αλφαβήτα, κι το ραβδί τ’ ήταν ξηρό κι βλάστησε κλωνάρια
Και πανω στα κλωνάρια του πέρδικες κελαηδούσαν, δεν ήταν μόνο πέρδικες ήταν κι περιστέρες
Κατέβ’καν πέρδικες να πιουν κι να γεμίσουν, να βρέξουν τον αφέντη μας τον πολυχρονεμένο
Αν έχεις γρόσια δώσι τα, φλουριά μην τα λυπάσαι, κι αν έχεις μισοδέκατο δώστο στον Άη Βασίλη
Σ’αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει, κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.