Άρθρο στην ΕΣΤΙΑ 27.5.2021, του Δρ. Ευριπίδη Στ. Στυλιανίδη, Βουλευτή Ροδόπης ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Επίκουρου Καθηγητή Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Θράκης.
Μετά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκε η βασική Αρχή του διεθνούς δικαίου οι μειονότητες να προστατεύονται, αφού αναγνωριστούν και προσδιοριστούν από τις διεθνείς, διμερείς ή πολυμερείς, συνθήκες.
Το πλαίσιο αυτό μετεξελίχθηκε και συμπληρώθηκε μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο με την διεθνή Σύμβαση για την αναγνώριση του δικαιώματος Ατομικού Αυτοπροσδιορισμού, την οποία κύρωσε η Ελλάδα ενσωματώνοντας την στο εσωτερικό της δίκαιο, κάτι που δεν αποδέχθηκε ποτέ η Τουρκία, φοβούμενη ίσως τις πολλές διαφορετικές μειονότητες που διαβιούν στην δική της επικράτεια.
Το σύγχρονο διεθνές δίκαιο ποτέ δεν αναγνώρισε το δικαίωμα του «Εκ των υστέρων Συλλογικού Επαναπροσδιορισμού των μειονοτήτων», διότι κάτι τέτοιο θα κινητροδοτούσε την έξαρση αλυτρωτισμών, εθνικισμών και αναθεωρητισμών, αμφισβητώντας τις διεθνείς συνθήκες παντού στο σύνολο τους, υπονομεύοντας τη διεθνή ειρήνη και σταθερότητα και εργαλειοποιώντας ίσως τις μειονότητες με στόχο την εξυπηρέτηση ακραιών εθνικιστικών παιχνιδιών που υποκινούνται συνήθως από κρατικά ή άλλα κέντρα.
Η Μειονότητα στη Θράκη προσδιορίστηκε από την πολυμερή Συνθήκη της Λοζάνης ως «Θρησκευτική» και χαρακτηρίστηκε ως «Μουσουλμανική» μετά από πρόταση του Κεμαλικού Τουρκικού Κράτους, το οποίο την υπέγραψε και την επικύρωσε, για δύο λόγους:
1. Η Τουρκία δεν ήθελε να αναγνωρίσει εθνική μειονότητα, διότι φοβόταν αντίστοιχες αναγνωρίσεις στην επικράτεια της, κυρίως για τους Κούρδους και δεν συμπαθούσε τους θρησκευόμενους Παλαιομουσουλμάνους της Θράκης. Γι’ αυτό το λόγο και στο εσωτερικό της μιλούσε για Μη μουσουλμανικές ομάδες (Χριστιανούς και Εβραίους), ώστε να μη συμπεριλαμβάνονται οι μη τουρκικές ομάδες(Άραβες, Κούρδοι, Λαζοί, Πομάκοι, Κιρκάσιοι, Βόσνιοι κλπ.) βλ. Εθνικό Συμβόλαιο-Misak-I Milli.
2. Αν αναγνώριζε στη Θράκη «Εθνική Τουρκική Μειονότητα», θα έπρεπε αυτή να απομειωθεί αριθμητικά κατά 50%, συμπεριλαμβάνοντας αποκλειστικά τους «Τουρκογενείς- Τουρκόφωνους» που δεν ήταν ποτέ πολίτες Τουρκικού κράτους, αλλά υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως και όλοι οι άλλοι. Τα υπόλοιπα τμήματα της που αποτελούνταν από Πομάκους και Ρομά, είχαν εντελώς διαφορετική εθνοτική, γλωσική και γενικότερα πολιτισμική ταυτότητα. Επίσης ο θρησκευτικός χαρακτήρας της μειονότητας είχε το πλεονέκτημα ότι συμπεριελάμβανε το σύνολο των διαφορετικών μουσουλμανικών κοινοτήτων, όπως οι Σουνίτες, Αλεβίτες, Μπεκτασίτες και Παλαιομουσουλμάνοι που ισχυρότερο προσδιοριστικό χαρακτηριστικό τους είχαν τη θρησκευτική τους πίστη στο ιδιαίτερο δόγμα τους και όχι την εθνοτική τους καταγωγή. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι εξ αυτών μάλλον επιθυμούσαν την προσάρτηση τους στην Ελλάδα παρά στην Τουρκία ή στη Βουλγαρία. Την Βουλγαρία την απέρριψαν με την ψήφο τους το 1920 έχοντας, όπως και οι άλλοι Ελληνες, οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι, τραγικά βιώματα από τις άγριες περιόδους Βουλγαρικής κατοχής. Την Τουρκία την απέρριψαν κυρίως οι Παλαιομουσουλμάνοι, διότι γνώριζαν πολύ καλά ότι το κοσμικό Κεμαλικό καθεστώς δίωκε συστηματικά όλους τους θρησκευόμενους, ιδιαίτερα δε τους Αλεβίτες. Οι θρησκευτικές αυτές υποομάδες συχνά μέχρι τις μέρες μας, δημιούργησαν αναφορές περισσότερο με άλλες Χώρες παρά με την Τουρκία(Αίγυπτο, Αραβικά Εμιράτα, Σ. Αραβία, Ιορδανία). Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί θρησκευτικοί ταγοί του Θρακικού-Ευρωπαΐκού Ισλάμ επέλεξαν να σπουδάσουν σε μετριοπαθή Πανεπιστήμια, όπως το Αλ Αζάαρ του Καΐρου στην Αίγυπτο, στην Ιορδανία, σε άλλα Αραβικά Κράτη και όχι στην Τουρκία.
Η στρατηγική του Κεμάλ ήταν να μείνει βέβαια καταρχήν μακριά από τους θρησκευόμενους, να θέσει όμως παράλληλα τις βάσεις, ώστε μέσω της θρησκείας και αργότερα της γλώσσας (ιδιαίτερα μετά τις εκπαιδευτικές συμφωνίες Ελλάδας -Τουρκίας τις δεκαετίες 1950 και 1960) η νέα Τουρκία να επιδιώξει την ομογενοποίηση- τουρκοποίηση των άλλων ομάδων της μειονότητας.
Αυτή την πολιτική επιδίωξε με τις κατάλληλες προσαρμογές να αναβιώσει ο Τ. Ερντογαν ακολουθώντας τις υποδείξεις του «Στρατηγικού Βάθους», όπως το περιγράφει ο Α. Νταβούτογλου στο ομώνυμο σύγγραμμα του, όταν ομιλεί για αξιοποίηση και εργαλειοποίηση των μουσουλμανικών πληθυσμών των Βαλκανίων και της ΕΕ από την Τουρκία.
Η Ελλάδα επιδίωξε με επιτυχία να δημιουργήσει μια Πρότυπη Ανοιχτή Δημοκρατική Κοινωνία στη Θράκη, με απόλυτο σεβασμό στα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, με κορυφαίο μάλιστα αυτό της θρησκευτικής ελευθερίας.
Ενσωμάτωσε στο οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο της τη θρησκευτική παράδοση των μουσουλμάνων, αναγνωρίζοντας τις δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Μουφτή ως Ιεροδίκη-Δημόσια Αρχή. Προϋπόθεση γι’αυτο είναι να το επιλέγουν ελεύθερα οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι και οι αποφάσεις του Μουφτή να μη συγκρούονται με το Σύνταγμα, τους Νόμους ή τις αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Το σύστημα αυτής της Ελευθερίας Επιλογής του μειονοτικού Έλληνα Ευρωπαίου πολίτη, το οποίο στρεβλά κάποιοι ταυτίζουν με τη ΣΑΡΙΑ του φανατικού Ισλάμ, λειτούργησε όλα τα προηγούμενα χρόνια παιδευτικά, συμβάλλοντας στην ενσωμάτωση της μειονότητας στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα και όχι στην αφομοίωση της ταυτότητας της.
Το αίσθημα ελευθερίας και αλληλοσεβασμού που αναπτύχθηκε είναι και ο λόγος που ποτέ στη Θράκη δεν μπόρεσε, παρά τις συστηματικές προσπάθειες του, να βρει χώρο ο ακραίος Ισλαμικός Φονταμενταλισμός τύπου ISIS. Η φιλήσυχη Μουσουλμανική Μειονότητα με την σύγχρονη Ελληνοευρωπαϊκή της ταυτότητα έκλεισε συχνά την πόρτα στα μούτρα των στρατολόγων του διεθνούς φονταμενταλισμού και της τρομοκρατίας κι αυτό αποτελεί την πιο πειστική απάντηση της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας. Ό,τι μικροεντάσεις κατά καιρούς δημιουργήθηκαν, περισσότερο τις προκάλεσε η απόπειρα κέντρων του τουρκικού εθνικισμού που επιδίωξαν να εργαλειοποιήσουν κατά καιρούς την Μουσουλμανική Μειονότητα.
Αυτή η ιστορική αναδρομή εξηγεί το γιατί η Τουρκική πολιτική σήμερα, επιδιώκει τον εκ των υστέρων επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα της μειονότητας σε «Εθνική Τουρκική Μειονότητα» αποσκοπώντας στην εργαλειοποίηση της, όπως έπραξε με τους μετανάστες πριν ένα χρόνο στον Έβρο και όπως πράττει και με τα τουρκοκίνητα μουσουλμανικά Κόμματα και Οργανώσεις σε όλη την ΕΕ και στα Βαλκάνια.
Η Τουρκία κρύβεται πίσω από την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την «Τουρκική Ένωση Ξάνθης», την οποία δυστυχώς κατά τη γνώμη μου δεν υπερασπίστηκε επαρκώς και με σύχρονα επιχειρήματα η Ελληνική πλευρά, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί η Ελλάδα, διότι «δεν σέβεται στην πράξη το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι».
Επί της ουσίας όμως ο λόγος που οδηγεί την Ελληνική Δικαιοσύνη να απαγορεύσει τη λειτουργία του συγκεκριμένου σωματείου δεν είναι η εφαρμογή του ως άνω δικαιώματος, αλλά η σοβαρή επιφύλαξη για τη χρήση του εθνοτικού επιθετικού προσδιορισμού «Τουρκική», επειδή αυτός έρχεται σε αντίθεση με τη Συνθήκη της Λοζάνης και κυρίως επειδή μπορεί να χρησιμοποιηθεί έμμεσα προκειμένου να επιχειρηθεί παρανόμως ο «Συλλογικός Επαναπροσδιορισμός της φυσιογνωμίας της μειονότητας».
Στόχος της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής είναι «η τουρκοποίηση-αφομοίωση»(κατά παράβαση του δικαιώματος ατομικού αυτοπροσδιορισμού) των άλλων εθνοτικών, γλωσσικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών υποομάδων που βάση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχουν τα μέλη τους το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζονται ατομικά, όπως αισθάνονται και συχνά πιέζονται από ξένους μηχανισμούς για να μην το ασκούν. Εχουν οι ίδιοι οι Ρομά, οι Πομάκοι και θρησκευτικές υποομάδες της Μουσουλμανικής Μειονότητας καταγγείλει κάτι τέτοιο στον ΟΗΕ και σε άλλους Διεθνεις Οργανισμούς.
Αυτή τη δεύτερη και σημαντικότατη διάσταση που αποτελεί πρόσφατη εξέλιξη του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καθιστά ανεπίκαιρη και ξεπερασμένη την ανωτέρω απόφαση του ΕΔΔΑ σχετικά την προστασία των «Μειονοτήτων εντός της Μειονότητας», δυστυχώς δεν την ανέδειξε μέχρι σήμερα πειστικά και με πληρότητα διεθνώς η Ελληνική πλευρά, με συνέπεια η Τουρκία να επιχειρεί σε κάθε ευκαιρία την εργαλειοποίηση της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Θράκη. Κεντρική της επιδίωξη είναι ο εκ των υστέρων συλλογικός επαναπροσδιορισμός της μειονότητας σε «Εθνική Τουρκική Μειονότητα», διότι κάτι τέτοιο αν ήταν εφικτό θα μετέβαλε πλήρως τη νομική βάση των διεκδικήσεων της Τουρκίας επιδιώκοντας «Καθεστώς Συνδιοίκησης στη Θράκη».
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ο Πρόεδρος Ερντογάν και πολύ περισσότερο ο Υπουργός των Εξωτερικών Α.Τσαβούσογλου επαναφέρουν συνεχώς και επιθετικά το θέμα κάθε φορά, όταν χρειάζεται να συζητήσουν με την Ελλάδα σημαντικά Ελληνοτουρκικά ζητήματα, όπως πχ ο καθορισμός της Υφαλοκρυπίδας και της ΑΟΖ. Επίσης δεν είναι καθόλου σύμπτωση, ότι την ίδια στιγμή Οργανώσεις Μειονοτικών που έχουν έδρα στο Εξωτερικό και κατευθύνονται από το Τουρκικό ΥΠΕΞ, δεν διστάζουν να καταγγέλουν την Ελλάδα στους διεθνείς Οργανισμούς με τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η επίσημη Τουρκική διπλωματία.
Είναι βέβαιο ότι εισερχόμαστε σε μια νέα ιστορική περίοδο, όπου όλα μετεξελίσσονται, αντιλήψεις, συσχετισμοί δύναμης ακόμα και το ίδιο το δίκαιο. Έχει λοιπόν σημασία για την Ελλάδα:
1. Να αναδείξει επιθετικά το μοντέλο θετικής διάκρισης και πρότυπης ανοιχτής δημοκρατικής κοινωνίας που έχτισε στη Θράκη, ενημερώνοντας για την σύγχρονη μειονοτική πολιτική που εφαρμόζει, προτάσσοντας την προστασία της συλλογικής ταυτότητας της Μουσουλμανικής Μειονότητας κατά τη Συνθήκη της Λοζάνης, τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό του κάθε μέλους της και την προστασία της ιδιαίτερης ταυτότητας της κάθε επιμέρους ομάδας, όταν αυτή απειλείται από την αφομοίωση-τουρκοποίηση που επιχειρείται από κάποια ξένα κέντρα.
2. Να συμβάλει στην μετεξέλιξη αρχικά της Νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εισάγοντας νέες νομικές διαστάσεις προστασίας των ατομικών και μειονοτικών δικαιωμάτων που αφορούν: α) Στην προστασία των μειονοτήτων εντός της μειονότητας, β) στην κατοχύρωση του δικαιώματος ατομικού αυτοπροσδιορισμού, χωρίς όμως αυτό να οδηγεί σε δυνατότητα συλλογικού επαναπροσδιορισμού της φυσιογνωμίας της μειονότητας, διότι κάτι τέτοιο θα εργαλειοποιούσε τις μειονότητες συνολικά και θα τίναζε στον αέρα το διεθνές δίκαιο και τις συνθήκες, υπονομεύοντας την παγκόσμια Ειρήνη και ενισχύοντας αναθεωρητικούς αλυτρωτισμούς και εθνικισμούς που επιδιώκουν την εργαλειοποίηση των μειονοτήτων, όχι για να προστατέψουν τα δικαιώματα τους, αλλά για να προωθήσουν αλλότρια συμφέροντα.
3. Να επενδύσει στη Θράκη, στην διαπολιτισμικότητα της, στην ποιοτική της ανάπτυξη, στην συναντίληψη που έχτισαν εκεί όλοι μαζί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, Έλληνες Ευρωπαίοι πολίτες που οραματίζονται τον τόπο τους ως γέφυρα φιλίας και συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών θρησκειών, πολιτισμών, αγορών ακόμα και κρατών.
Η Θράκη είναι ένα εξαιρετικό σχολείο ελευθερίας και αλληλοσεβασμού για την παγκόσμια κοινότητα και μια «Μήτρα» που μπορεί να επιδράσει θετικά στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου ιδιαίτερα δε της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και στην μετεξέλιξη της Νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δείχνοντας το δρόμο σε ολόκληρη την Ευρώπη.