του Γιώργου Καρελιά
Στις 15 του περασμένου Μαΐου, οι Financial Times έπλεκαν το εγκώμιο της Ελλάδας – και της κυβέρνησης, εννοείται – για την αντιμετώπιση της πρώτης φάσης της πανδημίας του κορωνοϊού: «Σπάνια επιτυχία, έχει πολύ λιγότερους νεκρούς από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες», έγραφαν. Το δημοσίευμα φιλοξενήθηκε σχεδόν σε όλα τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης.
Σήμερα η ίδια εφημερίδα γράφει για μια – θλιβερή, βεβαίως – παγκόσμια πρωτιά της Ελλάδας: Από τις 24 Νοεμβρίου έχει πλέον τους περισσότερους νέους θανάτους ανά εκατό χιλιάδες κατοίκους, ξεπερνώντας ακόμα και τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η είδηση είναι εξαφανισμένη από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ.
Το γεγονός θα είχε μικρή σημασία (στον πόλεμο της προπαγάνδας συμβαίνουν αυτά), αν δεν συνδυαζόταν με μια προσπάθεια να υποβαθμιστεί η σημερινή τραγική κατάσταση στα ελληνικά νοσοκομεία και να καλλιεργηθούν ελπίδες ότι όπου να ‘ναι το πρόβλημα θα τελειώσει, καθώς «έρχονται τα εμβόλια». Και ο πρωθυπουργός παίρνει μέρος σ’ αυτό το παιχνίδι των ελπίδων, λέγοντας από τη Θεσσαλονίκη: «Σας ζητώ να κάνετε λίγη υπομονή ακόμα». Ταυτόχρονα, υπουργοί σχεδόν καθημερινά κηρύσσουν το τέλος της καραντίνας και διοχετεύουν «σχέδια» για το ποιο κομμάτι θα ανοίξει πρώτο. Τη μια είναι τα σχολεία (την άλλη διαψεύδεται), την άλλη τα εμπορικά καταστήματα, την Τρίτη τα εστιατόρια. Στο τέλος όλα διαψεύδονται.
Όμως, η μέθοδος αυτή, της καλλιέργειας ελπίδων, δεν είναι η ενδεδειγμένη σε μια τόσο τραγική κατάσταση.
Για τρεις λόγους:
Πρώτον, διότι δεν στέλνει σήμα εγρήγορσης, αλλά χαλάρωσης και αμεριμνησίας. Κάτι παρόμοιο έγινε μετά την πρώτη φάση της πανδημίας, το καλοκαίρι, όταν πιστέψαμε ότι όλα τελείωσαν και το πληρώνουμε σήμερα ακριβά.
Δεύτερον, διότι – ακόμα κι αν όλα πάνε καλά με τα πολυπόθητα εμβόλια – ο μαζικός εμβολιασμός του πληθυσμού δεν μπορεί να επιτευχθεί πριν από το Πάσχα. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μπροστά μας πολλούς δύσκολους μήνες. Επιπλέον, παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις, σήμερα δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα ότι με τον εμβολιασμό τελειώνει οριστικά το πρόβλημα, καθώς ουδείς είναι σε θέση να πει πόση ανοσία θα προσφέρει.
Και αυτό δεν το λέει κάποιος αρνητής των εμβολιασμών, ψεκασμένος ή μη. Το παραδέχονται αυτοί που τα φτιάχνουν. «Πόσο διαρκεί η ανοσία που παρέχει;», ερωτάται η Κέιτι Γιούερ, καθηγήτρια Ανοσολογίας στην Ιατρική Σχολή της Οξφόρδης και μέλος της πενταμελούς ερευνητικής ομάδας που διηύθυνε τις δοκιμές για το εμβόλιο το βρετανικού πανεπιστημίου. Και δίνει την εξής απάντηση: «Αυτή είναι μια σημαντική ερώτηση, στην οποία όμως δεν έχουμε ακόμα απάντηση. Σε όλες τις δοκιμές εμβολίων, για τα οποία έχουν γίνει ανακοινώσεις, η περίοδος παρακολούθησης είναι, για την ώρα, πολύ μικρή, διότι τα εμβόλια είναι καινούργια. Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τους συμμετέχοντες, για να δούμε πόσες περιπτώσεις μολύνσεων θα προκύψουν. Τότε θα μάθουμε πόσο διαρκεί η ανοσία» (συνέντευξή της στα χτεσινά “Νέα”).
Τρίτον, διότι είναι εντελώς απαράδεκτο να γίνεται προσπάθεια μετατόπισης του ενδιαφέροντος σε μελλοντικές και αβέβαιες ελπίδες ενώ έχουμε καθημερινά δεκάδες θανάτους (χτες 120) και νοσοκομεία καταρρέουν. Η προσπάθεια να υποβαθμιστεί αυτή η τραγική κατάσταση δεν αποδίδει. Αφού την ώρα που ο κ. Μητσοτάκης επαναλαμβάνει τη διαβεβαίωση του κ. Κικίλια ότι «το ΕΣΥ άντεξε», ακόμα και φιλικές προς την κυβέρνηση εφημερίδες παραδέχονται ότι «το ΕΣΥ λύγισε» και «χάνεται το παιχνίδι της επαρκούς φροντίδας των ασθενών».
Αντί, λοιπόν, η κυβέρνηση να επιδίδεται σε προπαγανδιστικές ενέσεις αισιοδοξίας για το αύριο, ας ρίξει όλο το βάρος της στην αντιμετώπιση αυτού που συμβαίνει σήμερα.Διαφορετικά, μπορεί να συμβεί αυτό που λέει μια μεξικάνικη παροιμία: «Η ψεύτικη ελπίδα σκοτώνει πιο γρήγορα από την απελπισία».
Πηγή: news247.gr