“Το Βασίλειο του Πλανήτη των Πιθήκων”, νέο σίκουελ μιας σειράς ταινιών που ποτέ δεν με τρέλανε, με μοναδική εξαίρεση φυσικά το εξαίσιο πρώτο φιλμ, μοιάζει σαν να εγκαινιάζει εκ νέου το γνωστό αφήγημα, και το κάνει με όρους επικούς. Στο επίκεντρο μια υποδουλωμένη φυλή πιθήκων, όχι από ανθρώπους αλλά από τους “δικούς” τους, στο όνομα ενός τυράννου που αναζητά τη γνώση, όχι φυσικά με τις καλύτερες των προθέσεων. Εδώ έρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας, μια γυναίκα που συμμαχεί με τον Νόε, τετραπέρατο πίθηκο που αναζητά εκδίκηση για το θάνατο του πατέρα του. Λοιπόν, καιρό είχα να περάσω καλά με μια ταινία αυτής της σειράς, εδώ όμως μοιάζει να έχει γίνει οργανωμένη προσπάθεια για να στηθεί αξιοπρεπώς ένα μεγαλεπήβολο “προϊόν”, με απλοϊκές φυσικά πολιτικές προεκτάσεις, τόσο που αντιλαμβάνεσαι εύκολα τους λόγους πίσω από το βαθύ αποτύπωμα αυτών των ηρώων στην Αμερικανική κουλτούρα: Που αλλού θα μπορούσε να τοποθετηθεί σεναριακά ένας λαός χωρίς Ιστορία παρά στο σημείο μιας νέας αφετηρίας για την ανθρωπότητα. Στο μεταξύ, οι ρόλοι των “κακών” είναι ξεκάθαρα προσδιορισμένοι εδώ – οι “καλοί” πάλι, όχι και τόσο (το λες και νόστιμο αυτό). Στοπ-καρέ στην ολιγόλεπτη εμφάνιση του Γουίλιαμ Μέισι, που πάντα χαιρόμαστε να βλέπουμε, έστω και στον άχαρο ρόλο ενός ανθρώπου που προδίδει το είδος του (άνδρας βλέπετε, είναι τέτοιοι οι καιροί).

 


Η γεωμετρική πλανοθεσία της Τζέσικα Χάουζνερ στο «Club Zero» δεν υπάρχει μονάχα για να συνθέτει «παγωμένα» και «συμμετρικά» κάδρα: Η ίδια παίζει στα δάχτυλα την κινηματογραφική γλώσσα, ενδεχομένως σε αντίθεση με αρκετούς συναδέλφους της που επενδύουν στην ίδια αισθητική, αναζητώντας μια κάποια θεσούλα, σε κάποιο παράλληλο πρόγραμμα, κάποιου διεθνούς Φεστιβάλ. Πόσο κρίμα που αυτή η φιλμική της ευφυΐα μοιάζει να της βάζει τρικλοποδιά εδώ. Η Μία Βασικόφσκα ενσαρκώνει μια διατροφολόγο, που εργάζεται για λογαριασμό ενός ακριβοθώρητου ιδιωτικού γυμνασίου, κάτω από τη μύτη του οποίου στήνει ουσιαστικά μια… ανορεκτική αίρεση. «Αν οι άνθρωποι μάθουν να τρώνε λιγότερο, ίσως οι φτωχοί να μην πεινάνε πια», ακούγεται κάποια στιγμή από έναν εκ των πιτσιρικάδων ακολούθων της, και αυτό είναι το peak του μαύρου χιούμορ αυτής της σάτιρας που, δυστυχώς, δεν είναι ούτε ιδιαίτερα μαύρη, ούτε και τόσο χιουμοριστική. Η ταινία είναι προβληματική από τη «μήτρα»: Την ίδια ώρα που υποτίθεται πως εδώ εξελίσσεται κάποια πλοκή, με αρχή, μέση και τέλος, κάθε πλάνο της ταινίας συμπυκνώνει σημειολογικά ολόκληρο το αφήγημα της – και η σπουδαία Χάουζνερ μοιάζει πλέον παγιδευμένη στην εξυπνάδα της, όσο ενδιαφέρον κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα.


Από δω και πέρα, το χάος: Στο «The big father» του Κωνσταντίνου Στραγαλινού, ένας χρεοκοπημένος σκηνοθέτης επιστρατεύει την οικογένεια του για να γυρίσει μια ταινία εξ’ ολοκλήρου στο σπίτι τους, μόνο που το κάνει για λογαριασμό ενός σκιώδους παραγωγού που του επιβάλλει τη διαφημιστική τοποθέτηση συγκεκριμένων προϊόντων. Η Ελλάδα βέβαια είναι τόσο μικρό γήπεδο που ο κάθε σκηνοθέτης έχει χώρο να παίξει όπως θέλει το παιχνίδι του (πως αλλιώς θα ξεχώριζαν σκηνοθέτες σαν τον Γιάννη Οικονομίδη, ή και παλαιότεροι σαν τον Νικολαΐδη και τον Τσιώλη) αλλά το «τραβηγμένο» σενάριο θα μπορούσε και να είχε πλάκα, αν το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν τόσο πρόχειρο, σε όλα του. Στο δε σοβιετικό «Sobibor» του 2018, ο σκηνοθέτης (και πρωταγωνιστής) Κονσταντίν Χαμπένσκι εξιστορεί τη δράση του Σοβιετικού Αξιωματικού Αλεξάντερ Πετσέρσκι, ο οποίος κατάφερε να οργανώσει την ομαδική εξέγερση και απόδραση των φυλακισμένων από το Σομπίμπουρ της Πολωνίας το 1942, όμως λίγα εδώ θυμίζουν τους μεγάλους μάστορες της χώρας (ίσως επειδή πρόκειται για τηλεοπτική παραγωγή). Παραδόξως, η κόπια που είδαμε ομιλούσε την Γαλλική. Τέλος, λίγα καταλάβαμε από το Ιαπωνικό anime «Detective Conan: Το Μαύρο Υποβρύχιο» όπου μια εγκληματική οργάνωση σχεδιάζει επίθεση σε μία υποβρύχια εγκατάσταση της Ιντερπόλ – πιθανότατα επειδή γνωρίζουμε ελάχιστα για το manga στο οποίο βασίζεται (μέτριο πολύ πάντως το σκίτσο).

πηγή: Ναυτεμπορική