Αστυνομικά

Ορέστης Μακρής: Ο “μεθύστακας” που δεν έπινε – Πώς καθιερώθηκε η φράση που λέγεται μέχρι σήμερα

Της Ιωάννας Θυμουλέα

Ο Ορέστης Μακρής γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 30 Σεπτεμβρίου του 1898 στη Χαλκίδα κι έμεινε στην ιστορία ως ο “μεθύστακας” του ελληνικού κινηματογράφου. Πώς όμως καθιερώθηκε η χαρακτηριστική φράση “πίνει σαν τον Ορέστη Μακρή” που λέγεται μέχρι σήμερα; Το ενδιαφέρον είναι ότι ο ηθοποιός δεν έπινε καθόλου.

Ο Ορέστης Μακρής τελείωσε το Ωδείο Αθηνών και πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή ως τενόρος το 1925. Στην πορεία και συγκεκριμένα το 1932 μεταπήδησε στην υποκριτική. Ο Αντώνιος Βώττης του ανέθεσε τον ρόλο του «μεθυσμένου», που είχε γράψει πριν από τρία χρόνια και δεν έβρισκε τον κατάλληλο ηθοποιό να το ερμηνεύσει. Διέβλεψε ότι ο Μακρής είχε υποκριτικό ταλέντο, εκτός από τη θαυμάσια φωνή του και δεν έπεσε έξω. Τραγουδώντας και παίζοντας το νούμερο «Με λεν μπεκρή» στην επιθεώρηση «Ο παπαγάλος του 1932» με τον θίασο του Σπύρου Πατρίκιου, έγινε εν μία νυκτί πρωταγωνιστής του ελαφρού θεάτρου. «Τους μπεκρήδες και αν δικάσουνε, άδικα θα τους κρεμάσουνε», έλεγε ξεσηκώνοντας το κοινό που έσπευδε στο θέατρο μόνο και μόνο για να απολαύσει το συγκεκριμένο νούμερο. Ο ήρωας που υποδυόταν ήταν πραγματικό πρόσωπο που πολύ συχνά περιφερόταν στα γραφικά ταβερνάκια της Πλάκας. Ο Μακρής τον είχε δει και είχε αντιγράψει εκφράσεις και κινήσεις του για να τις μεταφέρει στον ρόλο που έπαιζε στην παράσταση. Πού να ήξερε τότε ότι το ρόλο του μεθύστακα θα τον κουβάλαγε σε όλη τη μελλοντική του καλλιτεχνική διαδρομή.

 

 

Καθιερώθηκε στο ρόλο του “μεθύστακα”, στον οποίο έδωσε κοινωνικές διαστάσεις: «έπινε» για να ξεπεράσει τα αδιέξοδα της ζωής. Τον ίδιο χαρακτήρα ενσάρκωσε και στον κινηματογράφο το 1950, στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Ο Μεθύστακας». Ο ίδιος όπως λένε δεν έπινε ούτε γουλιά κρασί.

 

 

Παράλληλα, διέπρεψε στο μεγάλο πανί πλάθοντας τον τύπο του συντηρητικού, γκρινιάρη και ανάποδου γέροντα, που στο βάθος κρύβει καλά αισθήματα, αλλά ταμπουρώνεται πίσω από την παραξενιά του για να επιβιώσει. Τους τύπους αυτούς απαθανάτισε ο κινηματογραφικός φακός στις ταινίες «Ο γρουσούζης» (1952), «Η κάλπικη λίρα» (1955), «Η θεία από το Sικάγο» (1957), «Το αμαξάκι» (1957), «Η κυρά μας η μαμή» (1958), «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα» (1960), που τον ανέδειξαν σε θεμελιωτή του νεορεαλιστικού ύφους στην υποκριτική, σύμφωνα με τον κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο.

 

Όταν ο Φίνος αποκάλεσε τον Μακρή “κάφρο”

Στον κινηματογράφο, στην ταινία «Ο Μεθύστακας», ο Φιλοποίμην Φίνος παρακολουθούσε τον Γιώργο Τζαβέλλα να εξηγεί τον ρόλο και τις ατάκες στον Ορέστη Μακρή. Έκρινε τότε ότι ο ηθοποιός δεν διέθετε τα απαραίτητα προσόντα. «Τι παιδεύεσαι; Δεν βλέπεις που είναι κάφρος;» είπε στον σκηνοθέτη. Ο Μακρής που άκουσε το αρνητικό σχόλιο δεν απάντησε και βγήκε ατάραχος από το πλατό. Όταν ξαναστήθηκε μπροστά στην κάμερα και άρχισε τον μονόλογό του, ξαφνικά διέκοψε και γυρνώντας προς το Φίνο, τον κοίταξε και του είπε : «Εμένα είπες κάφρο ρε;».

Η ταινία, που μέχρι σήμερα θεωρείται μια από τις καλύτερες του ελληνικού κινηματογράφου, έκοψε περισσότερα από 300.000 εισιτήρια, χάρη στον «κάφρο» που την απογείωσε με την ερμηνεία του. Έκτοτε, όποιος θέλει να πειράξει κάποιον που πίνει δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο, παρά να τον αποκαλέσει Ορέστη Μακρή. Ο Μακρής έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στις σκηνές και σε μια από αυτές, λογόφερνε έντονα με τον Δημήτρη Χορν. Όταν ολοκληρώθηκε το πλάνο οι δύο ηθοποιοί συνέχισαν να βρίζονται με χυδαίο τρόπο που στη συνέχεια μετατράπηκε σε σπαρταριστά γέλια.

 

“Έκλεψε” την 15χρονη σύζυγό του

Ο Ορέστης Μακρής θα εγκατασταθεί από την νεανική του ηλικία στην οδό Φρυνίχου στην Πλάκα όπου εκεί το 1925 και σε ηλικία είκοσι επτά ετών θα γνωρίσει την 15χρονη Βαρβάρα και θα αναπτύξουν μια όμορφη και τρυφερή σχέση. Την ίδια χρονιά θα ανέβει για πρώτη φορά με επιτυχία στην θεατρική σκηνή ως τενόρος σε οπερέτες της εποχής. Οι γονείς της από τις σημαντικότερες Αθηναϊκές οικογένειες με οικονομική επιφάνεια, δεν αποδέχονται τον νεαρό θεατρίνο και τότε εκείνος αποφασίζει να την “κλέψει”, με το ζευγάρι να στεγάζει τον νεανικό του έρωτα σε ένα μικρό σπίτι στο Κουκάκι. Παντρεύονται και αποκτούν δύο παιδιά την Κατερίνα και τον Θεμιστοκλή και το 1929 με τον θάνατο του πατέρα της οι σχέσεις της οικογένειας με τον Ορέστη θα αποκατασταθούν καθώς τελευταία επιθυμία του είναι να επιστρέψει η κόρη στο πατρικό με την νέα της οικογένεια. Μετακομίζουν στο πατρικό της στην οδό Αδριανού στην Πλάκα, με την καριέρα του να σημειώνει μεγάλη άνοδο σε επιθεωρήσεις και οπερέτες. Το 1954 στα χρόνια της μεγάλης επιτυχίας και καθιέρωσης, η οικογένεια θα εγκατασταθεί στο Χαλάνδρι σε ένα υπέροχο σπίτι γεμάτο κερασιές, όπου θα ζήσει μέχρι και τον “χαμό” του το 1975 και τέσσερα χρόνια αργότερα θα τον “ακολουθήσει” η μεγάλη αγάπη της ζωής του και πάντα πιστή και αφοσιωμένη Βαρβάρα.

Πρότυπο οικογενειάρχη και υπόδειγμα επαγγελματία

Λάτρευε να περνά τις μέρες του με τη σύζυγο και τα δυο του παιδιά, φροντίζοντας μάλιστα να μη λείπει ποτέ από το οικογενειακό τραπέζι παρά το μονίμως φορτωμένο πρόγραμμά του.

Ο Ορέστης Μακρής, όπως ορκίζονταν οι συνάδελφοί του, ήταν πρωτίστως ένας πολύ καλός και μελετηρός επαγγελματίας, αλλά και ένας άνθρωπος σεμνός, μετρημένος και δίκαιος, που δεν άφησε την τεράστια επιτυχία να τον φθείρει. Ντόμπρος με όλους και ολότελα συνεργάσιμος, ήταν συνήθως λιγομίλητος, αφήνοντας λες τη δουλειά του να λέει τα πάντα γι’ αυτόν. Οι συνάδελφοί του τον θυμούνταν να κάθεται ήσυχος ήσυχος στο καμαρίνι του χωρίς να μπερδεύεται ποτέ σε κουτσομπολιά και πηγαδάκια. Στις λιγοστές μάλιστα φορές που τον είδαν να θυμώνει, η αντίδρασή του ήταν να κοιτάει ψηλά τον ουρανό, να κάνει τον σταυρό του και να μονολογεί: «Ευχαριστώ, Θεέ μου, που με έκανες λογικό άνθρωπο».

 

 

Με πληροφορίες από: sansimera.gr / wikipedia

πηγή: https://www.enikos.gr/

Di-zine clothing

Ιστορικό

Θρακική Αγορά FB

Μedia Group

Ο Ποπολάρος