Ο Κομοτηναίος που «τάισε» Στέλιο Καζαντζίδη και Ανδρέα Παπανδρέου και είχε 5 παιδιά από 4 γυναίκες
Το καλύτερο «βρόμικο» της Θεσσαλονίκης ήταν πλασμένο διά χειρός Νετσμί. Η καντίνα του τάισε όλη την πόλη. Κι όπως δεν μάθαμε ποτέ το μυστικό της Coca Cola, έτσι δεν πρόκειται να μάθουμε τι συστατικά περιείχε το μπουκάλι άζαξ με το οποίο ψέκαζε και απογείωνε γευστικά τα κρέατά του. RIP, Μαύρε! Αυτή είναι η ιστορία του, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό SOUL, στο τεύχος 27.
Η καντίνα του Μαύρου στη Σταυρούπολη μοιάζει με το σλόγκαν παλιάς διαφήμισης, «έχει παντού μόνο φίλους». Ένα καλά φυλαγμένο μυστικό μέσα στο μπουκάλι ενός άζαξ και τα καλύτερα σάντουιτς στην πόλη φτιάχνουν το μύθο της.
Αυτή είναι η ιστορία….
Σαράντα τρία χρόνια στη γωνία Ιατρού Γωγούση-Αμπελοκήπων, στη Σταυρούπολη, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει: τα σπίτια, τα ονόματα των δρόμων, τα καπνομάγαζα, που πια έχουν κλείσει, και οι άνθρωποι. Μονάχα ένα πράγμα έχει μείνει ίδιο, να ορίζει τη γεωγραφία της περιοχής: η καντίνα του Μαύρου, το πιο διάσημο «βρόμικο» της Θεσσαλονίκης, που η φήμη του έχει ξεπεράσει όχι μονάχα τα σύνορα των δυτικών συνοικιών αλλά και της ίδιας της Ελλάδας, χάρη στο μυστικό όπλο: το «άζαξ».
Γεννημένος στην Κομοτηνή το ’48, ο Μαύρος ήρθε στη Θεσσαλονίκη το 1956. Τότε πουλούσε κουλούρια «μέσα στα τράμια, υπήρχαν ακόμη τράμια». Το ’61 αφήνει τα κουλούρια και πιάνει τα σάντουιτς, αρχικά στην παραλία, με ένα καρότσι. Μία δεκάρα το ένα σάντουιτς. Έπειτα περνά για λίγο από το Βαρδάρη, ώσπου να παρκάρει, το 1965, το καρότσι του στη Σταυρούπολη, κοντά στην πλατεία Τερψιθέας, τον καιρό που ακόμα η περιοχή πατούσε πάνω σε λάσπη. Σαράντα τρία χρόνια μετά, για το φημισμένο του σάντουιτς έρχονται επισκέπτες από όλη τη βόρεια Ελλάδα αλλά ακόμα και τη Γερμανία.
Το μυστικό της επιτυχίας του είναι ένα υγρό, σε μπουκαλάκι άζαξ, με το οποίο ψεκάζει κάθε σάντουιτς, κάνοντάς το μοναδικό. Τι έχει μέσα το άζαξ το ξέρει μόνο ο ίδιος! Κανένας άλλος. Ούτε η γυναίκα του ούτε ο γιος του. «Η μαμά μου πήγε στη Μέκκα, στην Αραβία, και μου έφερε τη συνταγή», λέει. Πριν από σαράντα χρόνια. Μονάχα που η μητέρα του, η η Τζεγιάρ -που στα αράβικα σημαίνει Ζωή- δεν υπάρχει πια. «Άμα ενδιαφερθεί κάποιο από τα παιδιά, τότε θα το πεις», του ψιθύρισε κάποτε η μάνα του. Οπότε, τώρα που έβγαλε την άδεια στην κόρη του για να πάρει τη δουλειά του, άμα αυτός βγει στη σύνταξη, ίσως το μάθει κι εκείνη.
Στα μυστικά της επιτυχίας του, προσθέστε και την ίδια τη χειρωνακτική τέχνη. «Ό,τι κι αν πάρεις θα είναι καλό, αρκεί να είναι από τα χέρια μου. Παίζουν ρόλο τα χέρια – τα δικά μου από τα χέρια των αλλονών, καμιά σχέση!» μου λέει, και μου δείχνει τα χέρια του, που έχουν καεί τόσα χρόνια από την ψησταριά.
Ξεκινάει κάθε μέρα γύρω στις πεντέμισι το απόγευμα, κι όσο πάει. Όταν τελειώνει, κλείνει, μαζί με την καντίνα, και τα κινητά, γιατί πιο πολύ πια δουλεύει με αυτά: τον καλούν για παραγγελίες και περνούν μετά από κει να τα πάρουν. Τους χειμώνες ο Μαύρος ανάβει έξω και μια σόμπα. Η τσίκνα της ψησταριάς και της σόμπας, καθώς και η κάψα από το μπούκοβο φτιάχνουν μια αλλιώτικη ατμόσφαιρα μέσα στη νύχτα.
Στη γωνιά του Μαύρου συχνάζουν κάθε βράδυ λογής λογής άνθρωποι. Θα συναντήσεις γραβατωμένους με ακριβές Μερσεντές και άλλους με βερμούδα και παντόφλες. Οι περισσότεροι καταφθάνουν αργά, ξημερώματα: είναι κλασικό after μετά από ξενύχτι. Φασαρίες δεν έχει ποτέ, καμιά φορά μονάχα μαλώνουν για τη σειρά. Στις αρχές του ’80 τον είχε επισκεφθεί και ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Καμιά φορά πηγαίνει να ψήσει και σε γάμους, όταν του το ζητάει γνωστός. Το ’64 ο Στέλιος Καζαντζίδης τον κάλεσε σε μια εκδήλωση στις Μουριές ως ψητά. Έτρωγε, έτρωγε, λέει, και δε χόρταινε. Όταν έβγαλε το «Υπάρχω» και τραγουδούσε στη Χαριλάου, τον καλούσε εκεί κάθε Κυριακή, ψήνανε και τρώγανε παρέα από τα χέρια του Μαύρου, και τον πλήρωνε διπλάσια μεροκάματα. Τώρα στο μαγαζί του ακούγονται βραχνές μελωδίες από το Σίνδος FM. Παλιότερα άκουγε τον Μένιο, έναν πειρατικό σταθμό, που εξέπεμπε από κει κοντά, κάτι παλιά ρεμπέτικα.
Το πραγματικό του όνομα είναι Νετσμί. Όμως έτσι, λέει, τον βρίσκει πια μόνο ο νόμος – ο κόσμος όλος τον ξέρει ως Μαύρο. Με το νόμο είχε παλιότερα κάποια προβλήματα, τώρα πια όχι. Κάποτε ένας, που είχε καρότσι στην απέναντι γωνία, τον κατήγγειλε ότι είχε χασίσια στο μαγαζί. Δεν τα κατάφερε, ο «μπάτσος δεν τον πίστεψε, γιατί με ήξερε καλά».
Τζάμπα δε δίνει ποτέ, το λέει κι η ταμπέλα πίσω από την ψησταριά: «Όχι Βερεσέ». Έχει πέντε παιδιά από τέσσερις γυναίκες, πιστεύει στον Θεό και στο «μάτι»· έχει κρεμάσει κιόλας ένα σε μια γωνιά για να μην τον πιάνει. «Κάθε βράδυ “μάτι”. Μέχρι και τα χέρια μου πιάνονται κι αρχινάω να παραμιλάω. Ήρθε μέρα που σπάσαν τα τζάμια επιτόπου από το “κακό μάτι”». Στο τέλος της βραδιάς του λέω «ευχαριστώ» και «ταμάμ» κι αρχίζουμε να μιλάμε τούρκικα. Μιλάει πού και πού με φίλους από την Κομοτηνή για να μην τα ξεχνά. «Ό,τι μάθεις, καλό είναι», μου λέει.
ThrakiSportS