Είναι 10 Απριλίου 1896 (29 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο) όταν ο Σπύρος Λούης κόβει πρώτος το νήμα τερματισμού στο αγώνισμα του Μαραθωνίου στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων.
Παρότι μένει στην ιστορία ως νερουλάς, σύμφωνα με τους απογόνους του, στη πραγματικότητα ο Λούης εξασκεί αυτή τη δουλειά μόνο όταν δεν υπάρχουν άλλες αγροτικές ασχολίες να κάνει, αφού δουλεύει ως εργάτης σε ξένα κτήματα, ενώ άλλοτε κάνει τον αγωγιάτη.
Από τις ελάχιστες διασωσμένες φωτογραφίες του ιστορικού εκείνου πρώτου μαραθωνίου. Στη μέση διακρίνεται ο δεύτερος Ολυμπιονίκης μας Βασιλάκος.
Εφημερίδα της εποχής μάλιστα τον αναφέρει ως «απλούς γεωργός του τσαπιού και του δρεπανιού». Ο πρώην διοικητής του στο Ευζωνικό Τάγμα, συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδιαμαντόπουλος, θυμάται τον νεαρό εύζωνα που επιστρέφει ταχύτητα όταν τον στέλνει για τσιγάρα και του προτείνει ν’ αγωνιστεί στον Μαραθώνιο αγώνα.
Ο Ολυμπιονίκης με την μοναδική αθλητική του αμφίεση, στην οποία δεν διακρίνεται το νούμερο 17 που φορά στη διάρκεια του νικηφόρου του αγώνα.
Πράγματι ο Λούης τρέχει στον προκριματικό αγώνα έρχεται πέμπτος τερματίζοντας λίγο πάνω από το όριο πρόκρισης, και κάποιοι θεωρούν ότι περνά στο τελικό του αγωνίσματος με μεσολάβηση του Παπαδιαμαντόπουλου που είναι και ο αφέτης του.
Σε κάθε περίπτωση ο Μαρουσιώτης αθλητής καταφέρνει να πάρει μέρος στον μεγάλο τελικό, αλλά ουδείς πιστεύει πως έχει ελπίδες διάκρισης. Φαβορί του αγώνα είναι ο Αυστραλός δρομέας Φλακ που έχει ήδη στεφθεί ολυμπιονίκης στα 800 και 1.500 μέτρα. Οι καλύτερα προπονημένοι ξένοι δρομείς προηγούνται στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα αλλά αγνοώντας τις ιδιαιτερότητες της διαδρομής εγκαταλείπουν σταδιακά.
Ο Λούης τα χρόνια της αποθέωσής του.
Ο επικεφαλής μέχρι την Παλλήνη Γάλλος Λερμιζιό εγκαταλείπει στο 32ο χιλιόμετρο της διαδρομής αφήνοντας τη θέση του στον Αυστραλό Φλακ, που καταρρέει κι αυτός με τη σειρά του στους Αμπελόκηπους και τον παραλαμβάνει το ιατρικό κάρο. Ήδη από την Αγία Παρασκευή πρώτος περνά ο Σπύρος Λούης κάτι που γίνεται γνωστό στο κοινό του Καλλιμάρμαρου από τους ποδηλάτες του προηγούνται.
Η περιγραφή της εισόδου του Λούη στο Παναθηναϊκό Στάδιο ανήκει στο Γάλλο Σάρλ Μωρράς :«Ο πάνδημος ενθουσιασμός κορυφώνεται όταν προβάλει ένας δρομέας ντυμένος στα γαλανόλευκα. Εισβάλει στο Στάδιο, ενώ τον συνοδεύουν αλλεπάλληλες ζητωκραυγές : “Ο νικητής !Ο νικητής !Ζήτω !”.
Όλοι οι Έλληνες όρθιοι επευφημούν τον μαραθωνομάχο! Εκείνος, σε μια ύστατη μεγαλειώδη προσπάθεια, κατευθύνεται τρέχοντας στους πρίγκιπες Κωνσταντίνο και Γεώργιο και πέφτει στα χέρια τους, μέσα σε μια θάλασσα από ποδοκροτήματα και κραυγές… Στη συνέχεια, το όνομα του μεγάλου νικητή, άγνωστο μέχρι τούτη τη στιγμή, αποθεώνεται.
Ο Λούης τα χρόνια της αποθέωσής του.
Ο Σπύρος Λούης είναι ένας χωρικός από το Μαρούσι, κάποιο μικρό χωριό της Αττικής. Οι έξι δρομείς που ακολουθούν τον Σπύρο Λούη, όλοι Έλληνες, έχουν την ίδια μεταχείριση: τους πνίγουν σε φιλιά, αγκαλιές και φιλοφρονήσεις. Κάθε λαός οφείλει να παραφέρεται, όταν η στιγμή το απαιτεί. Ο ελληνικός λαός, ενδίδοντας στη μέθη αυτής της ιστορικής περίστασης, αποκτούσε συνείδηση του εαυτού του, ακριβώς τη στιγμή που έμοιαζε να βρίσκεται εκτός εαυτού».