Γράφει ο Χρήστος Κηπουρός
Από τότε που θυμάμαι τον πολιτικό μου εαυτό, υπάρχει μια πολιτική Ελλάδα, στην οποία οι εθνικές υποχωρήσεις, αποτελούν κεντρικό θεσμό. Με πρώτη τους παρενέργεια την ανυποληψία.
Το σημερινό είναι το τρίτο στη σειρά κείμενο, γύρω από το συγκεκριμένο θέμα. Την πρώτη φορά ήταν για το “Oruc Reis” με τους κανόνες εμπλοκής και τις ζώνες αποκλεισμού του Καστελόριζου. Τη δεύτερη, για το ΤΣΕΣΜΕ και το Κεντρικό Αιγαίο, με την ίδια ακριβώς πρόταση. Αυτή τη φορά έχει να κάνει με το μεγαλύτερο αντίπαλο της χώρας. Τον κακό μας τον εαυτό.
Πως όμως μπορεί αυτό από τον τομέα της άμυνας να μεταφερθεί και να εκφραστεί πολιτικά;
Λέω λοιπόν ότι η απελευθέρωση των κανόνων εμπλοκής, σε ότι αφορά το έμψυχο δυναμικό, δεν είναι άλλο από την απόκτηση της ελευθερίας των πολιτών, από τα κόμματα-φυλακές, που είναι κλεισμένοι.
Όσο τώρα για τις ζώνες αποκλεισμού, το θέμα έχει να κάνει με τον αποκλεισμό των εθνικών και πολιτικών εκείνων υποχωρήσεων, απέναντι στην ύπαρξη και την ιστορική μας συνέχεια.
Πως μεταφράζεται αυτό πολιτικά; Ότι “μια υποχώρηση από τις υποχωρήσεις, είναι η αποχώρηση π. χ. από τις διερευνητικές.”
Και εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα. Και, αμέσως μετά, τα πολύ πιο δύσκολα.
Και επειδή σπανίζουν οι εθελοντές αποχώρησης από λουφέδες, ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να υπάρξει μέλλον στην υπόθεση αυτή, είναι η ενσωμάτωση των προϋποθέσεων σε ένα Νέο Καταστατικό Χάρτη, αντί για τα έως τώρα κουρελόχαρτα που τα βάφτιζαν σαν Αναθεωρήσεις του Συντάγματος. Και που όλες τους ήταν τρύπες στο νερό.
Καταρχήν η χώρα χρειάζεται την πλήρη ανανέωση του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Τόσο στο επίπεδο των προσώπων, που πλέον οι δύο θητείες χρειάζεται να αποτελούν το ανώτατο όριο, έως την απόσυρση των όποιων μορφωμάτων εμμένουν να διακονούν τη ματαιοδοξία, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν έστω κάτι στην υπόθεση της Τέταρτης Δημοκρατίας. Και κυρίως αν αδυνατούν να προσφέρουν κάτι στη χώρα.
Μόνο που ελλοχεύουν κίνδυνοι, αν εμφανιστούν μεταμφιεσμένα, εξ όλων των πρώην χώρων τους, πολιτικά πρόσωπα που να θελήσουν να πατρονάρουν τη Δημοκρατία αυτή. Οπότε καλά είναι να δημοσιοποιήσουν από πριν, τα διανοητικά και τα πολιτικά τους βιογραφικά.
Το τι έκαναν όλες αυτές τις δεκαετίες απέναντι στην εθνική πολιτική και ηθική πραγματικότητα. Τι έκαναν στο Νταβός; Τι έκαναν στα Ίμια και τι στη Συμφωνία της Μαδρίτης; Τι έκαναν επίσης κατά την κατάδοση του ηγέτη του Κουρδικού λαού; Τι έκαναν στο δημοψήφισμα για την Κύπρο; Και τι έκαναν στο Σκοπιανό;
Αυτό δεν σημαίνει ότι και εκείνοι που θα πάρουν θετικό βαθμό, πρόκειται να προκριθούν να παίξουν ένα ρόλο. Να κάνουν κάτι στη συνέχεια. Αυτό διότι υπάρχουν και οι δικλείδες ασφαλείας, οι σχετικές με την Τέταρτη Ελληνική Δημοκρατία.
Μια τέτοια περιλαμβάνει και εμένα. Διετέλεσα Βουλευτής για δύο τετραετίες. Από το 1993 έως το 2000. Αν έκανα κάτι όλα εκείνα τα χρόνια με την παρουσία μου στη Βουλή, θα ήταν ελάχιστο, απέναντι σε αυτά που θα μπορούσε να προσφέρει η πρόταση για την {Βλέπετε PDF – Τέταρτη Δημοκρατία. Να μπορούσα δηλαδή να σεμνύνομαι ότι στην πολιτική μου διαδρομή και ζωή έκανα δυο κάτι.
Θα μπορούσα να το εκφράσω και διαφορετικά: “Το ένα κάτι είναι κάτι. Όμως τα δύο κάτι θα ήταν κάτι άλλο. Ίσαμε είκοσι και κάτι.”
Τα λέω αυτά γιατί το κάτι της Δημοκρατίας, παρά την προσδοκία να ευδοκιμήσει στον τόπο που τη γέννησε, δεν πρόκειται να το κάνει. Ούτε θα προστεθεί στο κάτι του Κοινοβουλίου. Και γιατί αν η τηλεοπτική Δημοκρατία ούτε τηλεοπτική είναι ούτε και Δημοκρατία, η Social-Μιντιοκρατία είναι το απαύγασμα της καθημερινής νόθευσης αυτοπροσώπως.
Δυο νοθείες γνώριζα από το παρελθόν και μια γνωρίζω στο παρόν. Η πρώτη είναι η γνωστή του 1961, που ψήφιζαν τα δέντρα. Η δεύτερη ήταν το 1984, στο πρώτο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, όπου η “ηλεκτρονική” νόθευε τα αποτελέσματα, όπως ήθελε. Και η τρίτη φορά σχετίζεται με το παρόν και τα sites. Απέναντι στα οποία, οι δυο προηγούμενες νοθείες ωχριούν. Και ας ακούγεται τρελό.
Με άλλα λόγια, κάθε νέα νοθεία και χειρότερη, και κάθε παλιά και μικρότερη. Μακάριοι όσοι δεν το αντιλαμβάνονται.