Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Ου τα αλλότρια αρπάζειν μόνον, αλλά και τα εαυτών μη μεταδιδόναι ετέροις και τούτο αρπαγή και πλεονεξία και αποστέρησίς εστιν».
Ο Χριστός σήμερα αφηγείται την παραβολή του άφρονα πλουσίου, ο οποίος είχε πολλά αγαθά, ασφαλισμένα όλα σε κατάμεστες αποθήκες. Όταν ήλθαν οι υπεράφθονοι καρποί της νέας συγκομιδής δε χωρούσαν σ’ αυτές. Τότε προβληματίσθηκε, αναστατώθηκε και γεμάτος ανησυχία και αγωνία ρωτούσε τον εαυτό του: «Τι θα κάνω; Πού θα βάλω τους καρπούς μου;». Έχασε την ειρήνη του, διότι η υπερβολική αύξηση των υλικών αγαθών προκαλεί αύξηση φροντίδων, ανησυχίες και αϋπνίες.
Η λύση που σκέφθηκε δεν ήταν η καλύτερη και η ιδανική. Μαρτυρούσε άνθρωπο ατομιστή και πλεονέκτη, που τον εξέθετε στο Θεό και στους ανθρώπους. Ο δυστυχής κλείσθηκε στο «καβούκι» του εαυτού του και δεν άφησε ούτε τη σκέψη του να στραφεί στους γύρω του. Γι’ αυτόν δεν υπήρχαν φτωχοί και ορφανά, ασθενείς, ανήμποροι, γέροντες με ανέχεια και εγκαταλελειμμένοι. Δεν σκέφθηκε ότι «τα αποκτήματά μας τότε κυρίως γίνονται δικά μας, όταν δεν τα κρατάμε για τον εαυτό μας, αλλά τα προσφέρουμε στους φτωχούς».
Για τον άφρονα πλούσιο της παραβολής δεν υπήρχε ψυχή. Παραδεχόταν μόνο την παρούσα ζωή και τίποτε άλλο. Σύνθημά του ήταν: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Δεν θυμήθηκε ότι «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, άλλα την μέλλουσαν επιζητούμεν». Δεν σκεπτόταν ότι μετά την τελική κρίση αρχίζει για όλους τους ανθρώπους η αιωνιότητα, παράδεισος ή κόλαση. Είχε εντάξει τον εαυτό του στους «τα επίγεια φρονούντες, των οποίων Θεός είναι η κοιλία»
Για τον άφρονα πλούσιο της παραβολής δεν υπήρχε ψυχή. Παραδεχόταν μόνο την παρούσα ζωή και τίποτε άλλο. Σύνθημά του ήταν: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Δεν θυμήθηκε ότι «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, άλλα την μέλλουσαν επιζητούμεν». Δεν σκεπτόταν ότι μετά την τελική κρίση αρχίζει για όλους τους ανθρώπους η αιωνιότητα, παράδεισος ή κόλαση. Είχε εντάξει τον εαυτό του στους «τα επίγεια φρονούντες, των οποίων Θεός είναι η κοιλία».
Ο άνθρωπος αυτός έπαθε τέτοια σύγχυση, που ξέχασε ότι «το φαγητό είναι μέσο συντηρήσεως και όχι σκοπός της ζωής».
Οι περισσότεροι άνθρωποι στηρίζουν την πρόοδο και την ευτυχία τους στην αφθονία των υλικών αγαθών και επιδιώκουν την απόκτηση περισσοτέρων, για να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο «αύριο». Ο άφρων πλούσιος στήριξε στα υλικά αγαθά ακόμη και την μακροβιότητα της ζωής του. Η επιλογή του ήταν ατυχής, τον άφησε ακάλυπτο και αβοήθητο.
Το πάθημα του άφρονα πλουσίου αξίζει να μας προβληματίσει, ώστε στην πορεία της ζωής να σκεπτόμαστε σφαιρικά και σοβαρά. Να παίρνουμε σωστές αποφάσεις, γιατί κάποια λάθη μας κάποτε ακριβοπληρώνονται.