Ἕνας νέος κάνει διάλογο μέ τόν Χριστό. Πλησίασε ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου τόν Χριστό λέγοντας «Διδάσκαλε ἀγαθέ τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;», μά ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἄκουσε δημαγωγικά λόγια καί κολακεῖες, ἄκουσε ἀλήθειες. Καί ἄκουσε μάλιστα μιά ἀλήθεια, πού ἦταν γι’ αὐτόν πικρό φάρμακο. Καί δέν τό ἄντεχε ὁ ὀργανισμός του αὐτό τό φάρμακο, δέν θέλησε νά τό πάρει καί χάθηκε. Ἤταν ἀετός τοῦ πνεύματος. Εἶχε φτάσει σέ ἕνα ὕψος μεγάλο. Τοῦ θυμίζει ὁ Χριστός τίς ἐντολές τοῦ νόμου καί ὁ νέος ἀπαντᾶ «Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου». Ὅλα αὐτά πού μοῦ λές Χριστέ, ἐγώ ἀπό μικρό παιδί τά ἔχω τηρήσει.
Ἀλλά ὁ ἀετός ζητοῦσε νά ἀνέβη σέ πιό ψηλή κορυφή. Καί ἡ κορυφή αὐτή ὀνομάζεται αἰώνια ζωή. Αἰώνια ζωή! Θά χαμογελάσει εἰρωνικά ὁ ὀρθολογιστής ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας. Αὐτά, θά μᾶς πεῖ, κάνετε σεῖς οἱ θεολόγοι. Ἀντί νά μιλᾶτε γιά τά προβλήματα τούτης τῆς ζωῆς, γιά τά χειροπιαστά, μιλᾶτε γιά τά ἀόρατα. Ἀντί νά ἀγωνίζεσθε γιά τή ζωή τούτη, πού τήν ζοῦμε, μεταθέτετε τό πρόβλημα τῆς ζωῆς σ’ ἕναν ἄλλο κόσμο· μιλᾶτε γιά τήν ἄλλη ζωή, πού δέν ξέρουμε ἄν ὑπάρχει. Γίνετε ρεαλιστές.
Αὐτά θά μᾶς πεῖ περίπου κάποιος ὀρθολογιστής, πού θ’ ἀκούσει νά μιλᾶμε γιά αἰώνια ζωή. Μόνο ὅποιος ἔχει ἀνέβη στήν πρώτη κορυφή βλέπει ὅτι ὑπάρχει καί δεύτερη κορυφή. Καί μόνο ὅποιος ἔχει ἀνέβει στήν κορυφή τῆς ἠθικῆς βλέπει ὁλοκάθαρα μπρός του ὅτι ὑπάρχει καί ἄλλη κορυφή, ἡ κορυφή τῆς αἰωνιότητος.
Καί ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου πίστευε πώς ὑπάρχει αὐτή ἡ κορυφή, πώς ὑπάρχει αἰώνια ζωή καί τήν νοσταλγοῦσε, ποθοῦσε νά τήν κατακτήσει. Λαχταροῦσε τά ὕψη καί γι’ αὐτό ἦρθε στό Χριστό. Τοῦ ἔδειξε ὁ Χριστός τούς φτωχούς πού ὑποφέρουν καί τοῦ εἶπε: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς…». Σάν νά τοῦ ἔλεγε ὁ Χριστός: Ποθεῖς νά βρεῖς τό δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή; Σου λέω λοιπόν ὅτι αὐτός ὁ δρόμος περνάει ἀπό τίς καλύβες τῶν φτωχῶν, ἀπό τά κρεβάτια τῶν πονεμένων.
Ὁ δρόμος πρός τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀπαραίτητα περνάει ἀπό τήν ἀγάπη, τήν ἐλεημοσύνη, τή θυσία. Αὐτά τά τρία θά τόν ἐλευθέρωναν τόν πλούσιο νέο ἀπό τό βαρύδι πού ἦταν δεμένο πάνω του. Αὐτά τά τρία θά τοῦ ἔδιναν τή δυνατότητα νά πετάξει ἀνάλαφρος στήν αἰώνια ζωή. Ὁ ταλαίπωρος νέος δέν ἤθελε νά ξεκολλήσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ πλούτου. Ἡ ἀγάπη τοῦ πλούτου ἔπνιξε τήν ἀγάπη πρός τούς ἄλλους. Ἔπνιξε ὅμως καί τήν ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό του. Οὖτε τόν ἑαυτό του ἀγαποῦσε πραγματικά. Γιατί τόν ἄφησε νά βουλιάξει.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ