Τό περιστατικό πού μᾶς ἀφηγεῖται τό σημερινό ἀνάγνωσμα ἀπό τό εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου τοποθετεῖται εὐθύς μετά τήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό ὅρος ὅπου μεταμορφώθηκε μπροστά σέ τρεῖς ἀπό τούς μαθητές του. Μετά τήν δόξα τῆς Μεταμορφώσεως συναντᾶ ὁ Χριστός τήν ἀνθρώπινη δυστυχία σ’ ὅλη της τήν τραγική ἐκδήλωση: Ἕνας πονεμένος πατέρας παρακαλεῖ τόν Χριστό νά γιατρέψει τό ἄρρωστο παιδί του, πού οἱ μαθητές του προηγουμένως, στάθηκαν ἀνίσχυροι νά τό θεραπεύσουν. Βρίσκει λοιπόν ὁ Χριστός μπροστά του ἀπό τήν μία μεριά τήν πονεμένη καί πάσχουσα ἀνθρωπότητα, ἀπό τήν ἄλλη τούς ἐκπροσώπους του πού δέν μποροῦν νά τήν βοηθήσουν. Καί σάν νά μή φθάνουν αὐτά, βλέπει καί τούς γραμματεῖς, τούς θεολόγους τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, νά συζητοῦν μέ τούς μαθητές καί νά προσπαθοῦν νά κλονίσουν τήν πίστη τους στόν Χριστό. Ὅλα αὐτά θά κάνουν σέ λίγο τόν Χριστό νά ἐκστομίσει τήν φράση: «ὦ γενεά ἄπιστος, ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι;».
Δέν μένει ὅμως σ’ αὐτό τό ξέσπασμα, δέν κατακρίνει κανέναν, προσφέρει τήν θεραπεία στό ἄρρωστο παιδί που βρίσκεται μπροστά του καί τό ὁποῖον «παιδιόθεν» ὑφίσταται τίς ὀδυνηρές συνέπειες τῆς τρομερῆς ἀρρώστιας του. Πρίν ὅμως κάνει τό θαῦμα, ρωτᾶ τόν πατέρα τοῦ νέου ἐάν μπορεῖ νά πιστεύσει, γιατί τά πάντα εἶναι δυνατά γι’ αὐτόν που πιστεύει. Καί ὁ δυστυχής πατέρας μέ δάκρυα στά μάτια ἀφήνει νά ἐκδηλωθεῖ ἡ πάλη πού γίνεται μέσα του λέγοντας: «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μοι τῇ ἀπιστία».
Ἡ πίστη κάνει κατορθωτά τά ἀκατόρθωτα, αὐτά πού ἡ ἀνθρώπινη λογική θεωρεῖ τόσο σταθερά καί καθιερωμένα, ὥστε ἡ ἀλλαγή τους νά φαίνεται ἀδύνατη· «μετακινεῖ βουνά», κατά τήν παροιμιακή ἔκφραση πού χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστός σέ ἄλλη περίπτωση· μεταμορφώνει τήν ἀνθρώπινη ἀθλιότητα σέ δόξα.
Ἡ πίστη μπορεῖ νά ἰσχυροποιηθεῖ μέ τήν προσευχή καί τήν νηστεία. Μ’ αὐτά τά δύο διοχετεύεται ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ στόν πιστεύοντα ἄνθρωπο, ὥστε ἡ πίστη του νά γίνεται ὁλοένα καί πιό ζωντανή καί ὡς ἐκ τούτου πιό θαυματουργική μέσα στή κοινωνία.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ