Δύο θαύματα τοῦ Χριστοῦ ἀφηγεῖται ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν θεραπεία τῆς «αἱμορροούσης» πού ἐπὶ δώδεκα χρόνια μαστιζόταν ἀπό τήν ἀρρώστια της καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ δωδεκάχρονου κοριτσιοῦ τοῦ Ἰαείρου. Ὁ ἴδιος χρονικὸς προσδιορισμὸς στὶς δύο περιπτώσεις δὲν εἶναι τυχαῖος: ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ κοριτσιοῦ συμπίπτει μὲ τὴ διάρκεια τῆς ἀρρώστιας τῆς γυναίκας γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος στὴν ἀρχὴ τῆς περικοπῆς. Ὅσο διαρκεῖ ἡ ζωή, βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρρεια τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ πόνου. Ἡ παρουσία ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους σημαίνει τὴν ἀπαρχὴ ἑνὸς νέου κόσμου ἀφθαρσίας καὶ αἰωνιότητας.
Ὁ φόβος μπροστὰ στὸ τρομακτικὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου μᾶς εἶναι γνωστὸς ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἐμπειρία. Βλέποντας ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ θάνατος βάζει τέλος σ’ ὅλα τὰ ὄνειρα καὶ τὶς προσδοκίες του, καταλαμβάνεται ἀπὸ τρόμο καὶ ἀγωνία, εἶναι μάλιστα τόσο βέβαιος γιά τόν τελεσίδικο τερματισμὸ τῶν πάντων στὸ θάνατο, ὥστε νὰ τοῦ φαίνεται τελείως ἀνεδαφικὸ καὶ παράδοξο ἐὰν κάποιος ὑποστηρίξει τὸ ἀντίθετο. Ἔτσι, οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι τοῦ Ἴάειρου «κατεγέλων», ὅταν ὁ Ἴησοῦς βεβαίωνε ὅτι τὸ παιδὶ τοῦ ἀρχισυνάγωγου «οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ κᾶθεύδει».
Καταγέλουν οἱ ἄνθρωποι μὴ γνωρίζοντας, ἢ μᾶλλον μὴ πιστεύοντας ὅτι ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς βρίσκεται ἀνάμεσά τους γιὰ νὰ νικήσει τὴν φθορά, νὰ ἐλευθερώσει τοὺς ἀνθρώπους, νὰ καταργήσει τὸν θάνατο. Δέν κρίνει κανένα ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου γιά τή στάση του, παρά μόνο μέ τήν θεία αὐθεντία του προστάζει: «ἡ παῖς, ἐγείρου». Τὴν καταστροφὴ καὶ φθορά, ποὺ ἔφερε μέσα στὸν κόσμο ἡ ἑωσφορικὴ ἐπανάσταση τοῦ ἄνθρωπου κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται νὰ ἐπανορθώσει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διώχνοντας τὴν ἀσθένεια, τὸν πόνο καὶ τὸ θάνατο ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ὁδηγώντας τὸν ἄνθρωπο ὄχι μόνο στὸ «ἀρχαῖο κάλλος» ἄλλα καὶ ἀκόμη πιὸ ψηλά.
Ἔτσι τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, εἴτε αὐτἀ πού ἐπιτελέσθηκαν ἀπό τόν Χριστό κατά τήν ἐπίγεια δράση του, εἴτε αὐτά πού συνεχῶς ἐπιτελοῦνται μέσα στήν ἱστορική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, γίνονται οἱ δεῖκτες τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, τά παρατηρητήρια μέσα ἀπό τά ὁποῖα βλέπουμε τόν καινούργιο κόσμο, τόν κόσμο τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀφθαρσίας πού δέν ἐπισκιάζεται ἀπό τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ